Η ΕΕ μπορεί να προσφέρει περισσότερα στην πράσινη βιομηχανία με ένα ισχυρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο και αξιόπιστη τιμολόγηση του άνθρακα.

των Patrick Ten Brink και Luke Haywood

Ο μεγάλος αγώνας επιδοτήσεων για την πράσινη βιομηχανία έχει ξεκινήσει, με το Βιομηχανικό Σχέδιο Πράσινης Συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως απάντηση στον αμερικανικό Νόμο για τη Μείωση του Πληθωρισμού (Inflation Reduction Act-IRA).

Το σχέδιο νόμου Net Zero Industry Act που διέρρευσε υπογραμμίζει δικαίως την ανάγκη καλύτερου σχεδιασμού του απαραίτητου βιομηχανικού μετασχηματισμού της ΕΕ. Εξετάζει μια σειρά μέτρων που στοχεύουν στην προώθηση συγκεκριμένων βιομηχανιών, συμπεριλαμβανομένων των εξορθολογισμένων αδειών και της πρόσβασης στη δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση, με προτεραιότητα στις δημόσιες συμβάσεις.

Η αντίδραση ορισμένων επιχειρήσεων σε αυτό το ανταγωνιστικό σενάριο ήταν να ζητήσουν περισσότερες επιδοτήσεις. Η βιομηχανία ζητά επιτακτικά να ανοίξουν οι πύλες του δημόσιου χρήματος και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ως δέλεαρ προς τις εταιρείες «καθαρής» τεχνολογίας.

Μέχρι στιγμής, η ΕΕ έχει ακολουθήσει έναν τολμηρό δρόμο για να καταστήσει τις καθαρές τεχνολογίες ανταγωνιστικές —ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αντλίες θερμότητας, πράσινο υδρογόνο κ.λπ.— σε σύγκριση με εκείνες που μας δένουν με την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα όχι μόνο έχουν διατυπώσει φιλόδοξους κλιματικούς στόχους, αλλά έχουν εισαγάγει κανονισμούς για τη βιομηχανική παραγωγή σε πολλούς τομείς, πρότυπα προϊόντων που περιορίζουν την κατανάλωση ενέργειας, συστήματα σήμανσης για την ενημέρωση των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, την τιμολόγηση του άνθρακα για σημαντικές βιομηχανίες, καθώς και την υποστήριξη της έρευνας και ανάπτυξης για νέες τεχνολογίες.

Η πορεία δεν ήταν πάντα εύκολη. Οι ρυπογόνες βιομηχανίες έχουν πιέσει σκληρά ενάντια στους κανονισμούς, τις προδιαγραφές προϊόντων και τις υψηλότερες τιμές άνθρακα.

Ωστόσο, μαζί αυτές οι συνιστώσες της πολιτικής της ΕΕ για το κλίμα έχουν δημιουργήσει ασφάλεια επενδύσεων σε μια σειρά τεχνολογιών- κλειδιά για την ταχεία απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές. Η ταχεία ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι ένα εμβληματικό παράδειγμα της επιτυχίας που μπορούν να έχουν οι συνδυασμοί πολιτικών στη δημιουργία επενδυτικής ασφάλειας. Και αναμφίβολα η επιτυχία θα συνεχιστεί, καθώς η μετάβαση σε μια οικονομία βασισμένη εξ ολοκλήρου σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι ένα όραμα που συμμερίζονται οι περισσότεροι Ευρωπαίοι.

Σειρά εργαλείων

Η σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ συμμερίζεται τον στόχο της ΕΕ για φιλική προς το περιβάλλον βιομηχανία, χωρίς ανθρακούχες εκπομπές. Ωστόσο, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν διαθέτει την ίδια σειρά εργαλείων για τη δημιουργία ενός επιχειρηματικού μοντέλου για καθαρές τεχνολογίες.

Τα μέσα που διαθέτουν οι ΗΠΑ για τη ρύθμιση του διακρατικού εμπορίου και την  καθαρή ατμόσφαιρα δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τις ρητές εντολές που κατοχυρώνονται στη νομοθεσία της ΕΕ για το κλίμα. Η επιθετική εστίαση στις επιδοτήσεις στην Αμερική δεν οφείλεται στο ότι θεωρούνται ως ο πιο αποτελεσματικός μηχανισμός για την ενσωμάτωση πράσινων τεχνολογιών: είναι απλώς το πιο ισχυρό εργαλείο που έχει στη διάθεσή της η διοίκηση. Οι αμερικανικές προοδευτικές δυνάμεις που γνωρίζουν το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής άσκησαν μεγάλες πιέσεις ώστε να σχεδιαστεί ένας φιλόδοξος Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού (IRA) ως ο μόνος τρόπος για τη μείωση των βιομηχανικών εκπομπών – και όχι για να απομυζήσουν επιδοτήσεις από την ΕΕ.

Η εστίαση των ΗΠΑ μόνο στις επιδοτήσεις είναι, ωστόσο, ένα στοίχημα. Καθώς οι ενεργοβόρες τεχνολογίες δεν τιμολογούνται υψηλότερα ούτε τίθενται με ρυθμίσεις εκτός αγοράς, υπάρχει ο κίνδυνος να συνεχιστεί το ίδιο μοντέλο “business as usual”, απλώς με λίγο περισσότερη καθαρή παραγωγή. Σε απάντηση, η ΕΕ δεν πρέπει να αγνοήσει το γεγονός ότι μέρος της επιτυχίας της βιομηχανικής της πολιτικής έγκειται στην αυστηρή νομοθεσία της και στην τιμολόγηση του άνθρακα — παράλληλα με τις κρατικές ενισχύσεις.

Περιβαλλοντικό και κοινωνικό πρότυπο 

Το χειρότερο θα ήταν να αντιδράσει η ΕΕ στις επιδοτήσεις των ΗΠΑ αποδυναμώνοντας ή ακόμη και καταργώντας άλλα μέτρα για το κλίμα. Η βιομηχανία έχει την ευθύνη να μειώσει τις εκπομπές της και θα ήταν παράλογο να χαλαρώσει τις προσπάθειες ως αποτέλεσμα του νόμου IRA. Ωστόσο, η απορρύθμιση είναι ακριβώς αυτό που ζητούν ορισμένοι φορείς της βιομηχανίας και οι πολιτικοί εκφραστές τους. Ένας αγώνας προς τα πίσω για τα περιβαλλοντικά πρότυπα δεν θα έκανε καλό σε κανέναν.

Η παροχή επιδοτήσεων για υποτιθέμενες πράσινες τεχνολογίες είναι ενδεδειγμένη μόνο εάν αυτές οι τεχνολογίες αξιολογηθούν αποτελεσματικά. Η ΕΕ πρέπει να παράσχει σημεία αναφοράς και να διασφαλίσει ότι οι επιδοτούμενες τεχνολογίες είναι σύμφωνες με τους στόχους της για το κλίμα, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την κυκλική οικονομία και τη μηδενική ρύπανση. 

Πράγματι, θα πρέπει να εφαρμοστούν περαιτέρω περιβαλλοντικά και κοινωνικά πρότυπα για να διασφαλιστεί ότι τα χρήματα των φορολογουμένων δεν συμβάλλουν στην ανισότητα και την περιβαλλοντική καταστροφή. Αυτό αποκλείει αμέσως την επικίνδυνη πυρηνική τεχνολογία, με το άλυτο πρόβλημα των αποβλήτων. Η κοινή γνώμη θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη επίσης την ειδική συνεισφορά των κοινωνικά δίκαιων επιχειρήσεων: μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και εναλλακτικά μοντέλα απασχόλησης.

Επιπλέον, οι επιδοτήσεις πρέπει να χρησιμοποιούνται με σύνεση—στοχευμένα, οικονομικά αποδοτικά και με σαφείς όρους—για να αποφευχθεί η υποκατάσταση των χρημάτων των φορολογουμένων με τη δέουσα άσκηση της εταιρικής ευθύνης. Τα δημόσια χρήματα πρέπει να έρχονται με σαφείς προϋποθέσεις.

Εκτός από τις επιδοτήσεις, το σχέδιο προσπαθεί επίσης να ενθαρρύνει την ταχύτερη αδειοδόηση. Για να προχωρήσουμε δεν θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τις περιβαλλοντικές αξιολογήσεις, αλλά να επενδύσουμε στα μέσα που είναι διαθέσιμα σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο για τη διεξαγωγή αξιολογήσεων και την έγκαιρη χορήγηση αδειών. Τα μέσα αυτά μειώθηκαν σε πολλές χώρες μετά την οικονομική κρίση του 2008 ως μέρος των μέτρων λιτότητας. Είναι ζωτικής σημασίας να επενδύσουμε τώρα στην ικανότητα αξιολόγησης και σχεδιασμού σε ολόκληρη την ΕΕ.

Ανώμαλη ανάπτυξη

Ο φόβος της απώλειας της ανταγωνιστικότητας προκαλείται επίσης από την εμμονική δέσμευση ορισμένων κρατών μελών της ΕΕ σε ισχυρές εξαγωγές. Ωστόσο, εάν το δούμε ευρύτερα, η συγκέντρωση καθαρής βιομηχανίας σε λίγες περιοχές του πλανήτη θα μπορούσε να επιδεινώσει την άνιση ανάπτυξη και να εμποδίσει άλλες οικονομίες να προχωρήσουν προς τη δική τους «στρατηγική αυτονομία».

Από τη μία πλευρά, τα βιομηχανικά clusters παρέχουν κόμβους καινοτομίας, οικονομίες κλίμακας και συγκέντρωση δεξιοτήτων. Από την άλλη πλευρά, η παρουσία καθαρών βιομηχανιών σε όλο τον κόσμο μειώνει το κόστος μεταφοράς, δημιουργεί ισχυρότερη διεθνή πολιτική υποστήριξη και κατανέμει πιο δίκαια τα οικονομικά κέρδη.

Το Πρόγραμμα Πράσινης Συμφωνίας αναγνωρίζει τη σημασία ύπαρξης ειδικευμένου εργατικού δυναμικού για τον μετασχηματισμό των οικονομιών μας, και η επανεκπαίδευση και η αυξημένη κατάρτιση μπορούν να προσφέρουν πολλά. 

Ανθεκτικό μέλλον

Η ΕΕ πρέπει να αντισταθεί στα αιτήματα των επιχειρήσεων για κατάργηση, καθυστέρηση ή μετριασμό των κανονισμών που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον καταλύτη για καινοτομία και να δημιουργήσουν τη βιομηχανία που απαιτείται για ένα ανθεκτικό μέλλον. Θα πρέπει να θέσει σαφή και φιλόδοξα κριτήρια για τις επιδοτήσεις, για τη συνετή χρήση των δημόσιων πόρων, και να μην υποστηρίζει το status quo που πυροδότησε την κλιματική κρίση, αλλά να ενθαρρύνει αντί να περιορίζει την ευθύνη της βιομηχανίας για τον μετριασμό των εκπομπών.

Εάν το Πρόγραμμα Πράσινης Συμφωνίας τηρήσει αυτές τις αρχές, οι ΗΠΑ και η ΕΕ μπορούν από κοινού να κάνουν ένα σημαντικό βήμα προς μια βιομηχανία πιο φιλική προς το περιβάλλον και συμβατή με το κλίμα σε όλο τον κόσμο. Μια πραγματικά ολοκληρωμένη παρέμβαση θα προχωρούσε ακόμη περισσότερο και θα υποστήριζε μια αλλαγή του οικονομικού παραδείγματος —μακριά από τη βραχυπρόθεσμη μεγιστοποίηση των κερδών προς μια βιομηχανία που είναι θα υπεύθυνη, ανταγωνιστική και βιώσιμη μακροπρόθεσμα.

——————-

Ο Patrick Ten Brink είναι γενικός γραμματέας του Ευρωπαϊκού Γραφείου Περιβάλλοντος.

Ο Luke Haywood είναι διευθυντής πολιτικής για το κλίμα και την ενέργεια στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Περιβάλλοντος. Έχει εργαστεί στο Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών στο Βερολίνο, στον ΟΟΣΑ στο Παρίσι και στο Ινστιτούτο Ερευνών Mercator για την Κλιματική Αλλαγή.