Η χρήση μπαταριών λιθίου έχει εκτοξευθεί μετά τη δεκαετία του 1990, καθώς νέες συσκευές  δημιουργούν ολοένα και μεγαλύτερη ζήτηση.

Αρχικά ήταν οι βιντεοκάμερες, ύστερα οι υπολογιστές, και ακολούθησαν τα smartphones και άλλα gadgets. Στη δεκαετία του 2010 εμφανίστηκε  ο κλάδος με τη μεγαλύτερη ζήτηση από ποτέ: τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Εκεί καταλήγει πλέον το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής μπαταριών λιθίου, με μεγάλες επενδύσεις σε προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης.

Η γιγάντωση του κλάδου έφερε και τη μείωση του κόστους των μπαταριών λιθίου κατά 80% από το 2013 έως το 2021. Αυτή, όμως, η τάση αντιστράφηκε πέρυσι. Η αύξηση στο κόστος των εμπορευμάτων και ο πληθωρισμός έπληξαν τον τομέα των μπαταριών, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 7% για πρώτη φορά μετά από 12 χρόνια και δεν προβλέπεται να πέσουν έως το 2024.

Η αύξηση αυτή προφανώς επηρεάζει το κόστος των ηλεκτρικών οχημάτων, αλλά επιδρά και σε άλλους τομείς που αφορούν την ενέργεια. Οι ίδιες κυψέλες μπαταρίας που τροφοδοτούν ηλεκτρικά οχήματα παίζουν επίσης ρόλο στο ηλεκτρικό σύστημα, είτε στη ρύθμιση της συχνότητας και της τάσης σε επίπεδο δευτερολέπτων, είτε στην αποθήκευση ηλεκτρονίων για αρκετές ώρες. Η ενσωμάτωση μπαταριών σε ένα ηλεκτρικό δίκτυο προϋποθέτει μια σειρά από άλλα συστήματα και εξαρτάται από τα οικονομικά περιθώρια που έχουν οι κατασκευαστές και οι διαχειριστές των δικτύων. Όλοι αυτοί επηρεάζονται από τις πληθωριστικές πιέσεις, με αποτέλεσμα το κόστος για τα εγκατεστημένα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας σε όλο τον κόσμο να έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 30% το 2022 σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Οι κατασκευαστές φυσικά κάνουν ό,τι μπορούν για να ελέγξουν το κόστος, αλλά οι σταθερές μπαταρίες έχουν περιορισμούς ως προς το μέγεθός τους, ενώ αποτελούν μια πολύ μικρότερη αγορά σε σχέση με εκείνη των ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Η ισχυρή ζήτηση για ηλεκτρικά οχήματα το περασμένο έτος ανέβασε τις τιμές των μπαταριών πέρα από τον έλεγχο των κατασκευαστών τους.

Παρόλα αυτά, ο κλάδος εξακολουθεί να ανθεί. Το BloombergNEF προβλέπει ότι η παγκόσμια αποθήκευση ενέργειας το 2023 θα είναι σχεδόν διπλάσια σε σχέση με το 2022 και θα τριπλασιαστεί μέχρι το τέλος της δεκαετίας.

Οι παράγοντες που προκαλούν τη μεγάλη ζήτησης για αποθήκευση ενέργειας είναι γνωστοί. Η νομοθεσία των ΗΠΑ για τη μείωση του πληθωρισμού, που παρέχει κίνητρα δισεκατομμυρίων δολαρίων για καθαρή ενέργεια, αναμένεται να ενισχύσει τη ζήτηση κατά σχεδόν ένα τέταρτο σε σύγκριση με προηγούμενες εκτιμήσεις. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία θα οδηγήσει στην ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης για την υποστήριξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας της ΕΕ που διαρκώς επεκτείνονται. Οι υψηλές τιμές οικιακής ενέργειας στην Ευρώπη (και τα κρατικά κίνητρα για τα νοικοκυριά) είναι επίσης ένας παράγοντας. Είναι χαρακτηριστικό ότι πέρυσι περισσότερες από τις μισές από τις εγκατεστημένες μπαταρίες στην Ευρώπη αφορούσαν οικιακές εφαρμογές.

Οι ΗΠΑ είναι και θα παραμείνουν η μεγαλύτερη αγορά το 2030 — όχι η Κίνα, όπως φαινόταν πριν από ένα χρόνο πριν. Τα πράγματα δεν θα είναι απλά φέτος, αλλά, τελικά, οι θετικές εξελίξεις στην αγορά προβλέπεται να υπερισχύσουν των αρνητικών για τον κλάδο αποθήκευσης ενέργειας. Το υψηλότερο κόστος παρέχει επίσης ευκαιρίες στους νεοεισερχόμενους στην αγορά. Η ανθεκτικότητα του συστήματος αποδεικνύεται ολοένα και πιο σημαντική, φέρνοντας την αποθήκευση στο προσκήνιο.

Σε έρευνα που πραγματοποίησε το BloombergNEF σχετικά με το κόστος των συστημάτων αποθήκευσης με τη συμμετοχή 180 εταιρειών, ούτε μία δεν απάντησε ότι θα ακύρωνε το έργο της εάν οι τιμές παρέμεναν υψηλές. Τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων είπαν ότι θα προχωρούσαν κανονικά, ένας στους τέσσερις θα σταματούσε για να αξιολογήσει την κατάσταση και μόνο το 10% απάντησε ότι θα ανέβαλε το έργο. Αποδεικνύεται συνεπώς ότι οι βασικοί συντελεστές της αγοράς ενέργειας ξεπερνούν τις υψηλές τιμές, τουλάχιστον για την ώρα…

Πηγή: Bloomberg Green newsletter