Πολύς κόσμος θεωρεί ότι η αύξηση της θερμοκρασίας και των βροχοπτώσεων είναι μια μάλλον θετική προοπτική για περιοχές που πάσχουν από εποχική ξηρασία και μικρή ανάπτυξη της βλάστησης. Κι όμως τα πράγματα δεν είναι πάντοτε όπως σε πρώτη προσέγγιση τα φανταζόμαστε.

Ένα παράδειγμα είναι το φαινόμενο Ελ Νίνιο, που την περίοδο 2015-2016 προκάλεσε καιρικές συνθήκες οι οποίες δημιούργησαν περιφερειακές εστίες ασθενειών σε ολόκληρο τον κόσμο. Το Ελ Νίνιο χαρακτηρίζεται από θερμότερες από τις συνήθεις ωκεάνιες θερμοκρασίες, ιδιαίτερα στον ισημερινό Ειρηνικό Ωκεανό, και είναι μια από τις μεγαλύτερες κλιματικές «διαταραχές» στον πλανήτη, ευτυχώς με παροδικό συνήθως χαρακτήρα.

Σύμφωνα λοιπόν με πρόσφατες μελέτες, κατά τη διάρκεια του συμβάντος αυτού τις παραπάνω χρονιές, οι αλλαγές στις βροχοπτώσεις, οι αυξημένες θερμοκρασίες της επιφάνειας της Γης και η βλάστηση οδήγησαν σε μια υπερανάπτυξη του πληθυσμού των τρωκτικών και των κουνουπιών τα οποία προκάλεσαν και διευκόλυναν τις συνθήκες μετάδοσης ασθενειών, με αποτέλεσμα την αύξηση των κρουσμάτων της πανώλης και του χαντα-ϊού στο Κολοράντο και το Νέο Μεξικό, της χολέρας στην Τανζανία και του δάγκειου πυρετού στη Βραζιλία και τη νοτιοανατολική Ασία. Επιπλέον, οι αυξημένες βροχοπτώσεις στην ανατολική Αφρική κατά τη διάρκεια του Ελ Νίνιο επέτρεψαν στα λύματα να μολύνουν τις τοπικές πηγές νερού, καθώς και τις συγκεντρώσεις του πόσιμου νερού που δεν υφίστανται επεξεργασία.

Αυτό είναι ένα μόνο από τα πολλά παραδείγματα των επιπτώσεων που μπορεί να έχει η διαταραχή της κλιματικής ισορροπίας, αλλά και της αλληλεξέρτησης των φυσικοχημικών παραγόντων με τη ζωή πάνω στη Γη.  Βέβαια το κλίμα αλλάζει μακροπρόθεσμα. Το ερώτημα είναι ποια είναι η κλίμακα των αλλαγών, αν τα οικοσυστήματα μπορούν να προσαρμοστούν κι αν στις μη αναστρέψιμες μεταβολές την κύρια ευθύνη την έχει η ανθρώπινη δραστηριότητα.

Αλλά τι προκαλεί αυτή την αλλαγή; Και πώς η αυξανόμενη θερμοκρασία επηρεάζει το περιβάλλον και τη ζωή μας; Παρά τις διαφορετικές ερμηνείες, τα στοιχεία των αυξανόμενων θερμοκρασιών είναι αδιαμφισβήτητα πλέον από την συντριπτική πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας και άκρως εντυπωσιακά: Τα αρχεία που υπάρχουν ήδη από τον περασμένο αιώνα δείχνουν ότι η μέση θερμοκρασία της Γης έχει αυξηθεί περισσότερο από ένα βαθμό Φαρενάιτ (0,9 βαθμούς Κελσίου) και περίπου δύο βαθμούς σε περιοχές της Αρκτικής.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι θερμοκρασίες δεν θα έπρεπε να έχουν μια φυσιολογική διακύμανση μεταξύ των διαφόρων περιοχών του πλανήτη ή μεταξύ των εποχών ή κατά τη διάρκεια της ημέρας. Το θέμα είναι ότι η ανάλυση των μέσων θερμοκρασιών σε όλο τον κόσμο δείχνει μια αδιαμφισβήτητα ανοδική τάση, η οποία δεν υποχωρεί όταν αποσυρθούν τα γενεσιουργά της αίτια. Αυτή η τάση είναι μέρος της Κλιματικής Αλλαγής, την οποία πολλοί θεωρούν συνώνυμη με την Υπερθέρμανση του Πλανήτη.  Άλλοι πάλι προτιμούν να χρησιμοποιούν τον όρο  «Αλλαγή του Κλίματος» ο οποίος περιλαμβάνει όχι μόνο τις αυξανόμενες τιμές της μέσης θερμοκρασίας, αλλά και τα ακραία καιρικά φαινόμενα – τυφώνες, πλημμύρες, πυρκαγιές, καύσωνες και ξηρασίες που αναγκάζουν ολόκληρους πληθυσμούς ανθρώπων και ζώων σε μετανάστευση, σήμερα ίσως παροδική, αύριο μόνιμη και με διαστάσεις μεγαλύτερες απ’ αυτές των τοπικών πολέμων.

Πώς μετριέται η αλλαγή του κλίματος;

Παρόλο που δεν μπορούμε να συμβουλευτούμε στοιχεία που πηγαίνουν χιλιάδες χρόνια πίσω, σήμερα διαθέτουμε και άλλα αρχεία που μας βοηθούν να καταλάβουμε ποιες ήταν οι θερμοκρασίες στο μακρινό παρελθόν. Για παράδειγμα, τα δέντρα αποθηκεύουν πληροφορίες σχετικά με το κλίμα εκεί που έχουν τις ρίζες τους. Κάθε χρόνο οι κορμοί γίνονται παχύτεροι και σχηματίζουν νέους δακτυλίους. Σε θερμότερα και πιο υγρά χρονικά διαστήματα, οι δακτύλιοι είναι παχύτεροι. Tα παλιά δέντρα και τα ξύλα μπορούν να μας πληροφορήσουν για τις συνθήκες που επικρατούσαν εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια πριν.

Άλλα «παράθυρα στο παρελθόν» είναι θαμμένα σε λίμνες και ωκεανούς. Η γύρη, τα μικροσωματίδια και η νεκρή ζωϊκή ύλη πέφτουν όλο το χρόνο στα βάθη των ωκεανών και των λιμνών, σχηματίζοντας ιζήματα. Τα ιζήματα περιέχουν πληθώρα πληροφοριών για το είδος των συνθηκών που επικρατούσαν στην ατμόσφαιρα και στο νερό λίγο πριν φτάσουν στον πυθμένα. Η δειγματολήψία γίνεται εισάγοντας κυλινδρικούς σωλήνες μέσα στη λάσπη, συλλέγοντας ιζήματα από διάφορα βάθη, άρα από διάφορες εποχές.

Μια πιο άμεση γνώση για την ατμόσφαιρα του παρελθόντος μας δίνουν πυρήνες των στρωμάτων πάγου σε ακραίες (πολικές) περιοχές της Γης. Οι μικροσκοπικές φυσαλίδες που παγιδεύονται στον πάγο είναι στην πραγματικότητα δείγματα από την ατμόσφαιρα του παρελθόντος, κλιματικά απολιθώματα. Έτσι, γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι οι συγκεντρώσεις αερίων του θερμοκηπίου στην περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης, η οποία συνεχίζεται και τώρα, είναι υψηλότερες απ’ ό,τι εδώ και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Επιπρόσθετα, τα υπολογιστικά μοντέλα μας βοηθούν στην κατανόηση των μακροσκοπικών καταστάσεων και στις προβλέψεις για το μελλοντικό κλίμα μέσω προσομοιώσεων του τρόπου με τον οποίο η ατμόσφαιρα και οι ωκεανοί απορροφούν την ενέργεια από τον ήλιο και κατόπιν την διοχετεύουν στα δυναμικά φαινόμενα.

Αρκετοί είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν το ποσοστό της ενέργειας του ήλιου που φτάνει στην επιφάνεια της Γης και το πόση πόση ενέργεια τελικά απορροφάται. Πρωταρχικό ρόλο σε αυτόν τον μηχανισμό παίζουν τα «αέρια του θερμοκηπίου», τα σωματίδια στην ατμόσφαιρα (για παράδειγμα από τις ηφαιστειακές εκρήξεις) και οι αλλαγές στις εκπομπές της ενέργειας που  προέρχονται κατευθείαν από τον ήλιο. Τα κλιματικά μοντέλα σχεδιάζονται έτσι ώστε να λαμβάνουν υπόψη όλους αυτούς τους παράγοντες. Έτσι, έχει διαπιστωθεί ότι οι αλλαγές στην ηλιακή ακτινοβολία και τα ηφαιστειακά αερολύματα συνέβαλαν μόνο στο 2% του πρόσφατου αποτελέσματος της αύξησης της θερμοκρασίας σε ένα διάστημα 250 ετών. Το υπόλοιπο προέρχεται από αέρια που προκαλούν το Φαινόμενο του Θερμοκηπίου, καθώς και από παράγοντες που σχετίζονται άμεσα με τον άνθρωπο, όπως είναι οι χρήσεις γης (φυτοκάλυψη, δάση, αστικά συστήματα, εδαφοκάλυψη).

Η ταχύτητα και η διάρκεια αυτής της πρόσφατης αύξησης της θερμοκρασίας είναι επίσης αξιοσημείωτες. Οι ηφαιστειακές εκρήξεις, για παράδειγμα, εκπέμπουν σωματίδια που προσωρινά προκαλούν ψύξη στην επιφάνεια της Γης. Δεν έχουν όμως διαρκή αποτελέσματα πέρα ​​από μερικά χρόνια. Φαινόμενα μεγαλύτερης έκτασης, όπως το Ελ Νίνιο που προαναφέρθηκε, χαρακτηρίζονται από σχετικά μικρούς και προβλέψιμους κύκλους. Από την άλλη πλευρά, οι τύποι των παγκόσμιων διακυμάνσεων της θερμοκρασίας που συνέβαλαν στην εμφάνιση των «περιόδων του πάγου» εμφανίζονται σε κύκλους εκατοντάδων χιλιάδων ετών.

Η απάντηση λοιπόν στην ερώτηση «είναι πραγματική η παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη;» είναι αναμφίβολα «Ναι»: Τίποτα άλλο πέρα  από την ταχεία αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την ανθρώπινη δραστηριότητα δεν μπορεί να εξηγήσει πλήρως τη δραματική, και σχετικά πρόσφατη, άνοδο των μέσων παγκόσμιων θερμοκρασιών.

Διεθνείς συνθήκες, μάχες, επιτεύγματα και συμβιβασμοί

«Υποτιμήσαμε τους κινδύνους… υποτιμήσαμε τη ζημιά που συνδέεται με την αύξηση της θερμοκρασίας… και υποτιμήσαμε τις πιθανότητες αύξησης της θερμοκρασίας». Αυτά είπε τον Απρίλιο του 2008 ο σερ Νίκολας Στερν, αναφερόμενος στην πολύκροτη έκθεσή του του 2006 για την οικονομία των κλιματικών αλλαγών. Πράγματι, τον Οκτώβριο του 2006 η έκθεση[1] αυτή της βρετανικής κυβέρνησης με επικεφαλής τον Στερν προέβλεψε ότι η παγκόσμια οικονομία θα μπορούσε να κληθεί να πληρώσει λογαριασμό ύψους 4 τρις λιρών Αγγλίας για τις κλιματικές αλλαγές εάν οι εκπομπές αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου δεν μειωθούν δραστικά μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια. Η έκθεση, που χαιρετίστηκε ως «η πιο περιεκτική επισκόπηση που έγινε ποτέ πάνω στην οικονομία των κλιματικών αλλαγών», πήρε τεράστια δημοσιότητα. Ενδεχόμενες επιπτώσεις που προβλέφθηκαν από τον Στερν περιλάμβαναν την μετατροπή 200 εκατ. ανθρώπων σε πρόσφυγες, καθώς ο τόπος τους θα καταστραφεί από πλημμύρες, λιμούς  ή ξηρασία. 

Ο Στερν άσκησε πιέσεις προκειμένου να υπογραφεί μέσα στο 2007 η συμφωνία που διαδέχθηκε το Πρωτόκολλο του Κυότο, τρία χρόνια νωρίτερα από το 2010, όπως προβλεπόταν. Πίστευε ότι τουλάχιστον το 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ θα έπρεπε να δαπανηθεί για την αντιμετώπιση του προβλήματος, προκειμένου να αποφευχθούν απώλειες που θα είναι μέχρι και 20 φορές ψηλότερες στην περίπτωση που θα συνεχιστεί το business as usual σενάριο. Στην έκθεση  υποστήριζε άλλωστε ότι «εάν δεν ληφθούν μέτρα, θα έρθουμε αντιμέτωποι με μια οικονομική κρίση τέτοιου μεγέθους που έχουμε να δούμε από τη Μεγάλη Ύφεση και τους δύο παγκόσμιους πολέμους». Ο Στερν επεσήμαινε επίσης τις ευκαιρίες για την πράσινη οικονομία που προσφέρονται από τις απαιτούμενες αλλαγές. Συμποσούνται, σύμφωνα με μια μέτρηση, στο ποσόν των €1,5 τρισ.  Η εκτίμηση αυτή, τον Απρίλιο του 2008, περικλείεται και στη ρήση στην αρχή του κεφαλαίου. Σήμερα ο Στερν πιστεύει πως η κατάσταση είναι χειρότερη απ’ ό,τι κι ο ίδιος φανταζόταν. Το ίδιο πιστεύει και η μεγάλη ομάδα των ειδικών συνεργατών του.

Όλα όμως αυτά και πολλά άλλα που δεν θα παραθέσουμε σ’ αυτό τουλάχιστον το άρθρο ήταν μια «άβολη αλήθεια», όπως είπε αργότερα ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ επί Κλίντον, ο Αλ Γκορ. Μια αλήθεια που επί δεκαετίες ένα πολιτικό, επιστημονικό και βιομηχανικό κατεστημένο είχε κάθε λόγο να πολεμήσει ή να καθυστερήσει την ανάδειξή του σε πλειοψηφικό ρεύμα. Ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Έτσι, αμέσως μετά τη διάσκεψη του Ρίο για το Περιβάλλον (1992) 2.700 «αντιφρονούντες» επιστήμονες και διανοούμενοι της άλλης πλευράς πέρασαν στην αντεπίθεση. Η έκκλησή τους, γνωστή ως Διακήρυξη της Χαϊδελβέργης, ήταν ένα μνημείο συντηρητικής προπαγάνδας: «Ανησυχούμε γιατί στην αυγή του 20ου αιώνα αναδύεται μια ανορθολογική ιδεολογία που αντιτίθεται στην επιστημονική και βιομηχανική πρόοδο και υπονομεύει την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Φοβόμαστε ότι ο Φυσικός Κόσμος, που εξιδανικεύεται από τα κινήματα που έχουν την τάση να βλέπουν στο παρελθόν, δεν υπάρχει και πιθανότατα δεν υπήρξε ποτέ από τη στιγμή που ο άνθρωπος έκανε την εμφάνισή του στη βιόσφαιρα και από τότε ως ανθρωπότητα προοδεύσαμε αυξάνοντας διαρκώς την άντληση πόρων από τη Φύση και όχι το αντίθετο. Συνυπογράφουμε τις επιδιώξεις της οικολογίας για την εξοικονόμηση, τον έλεγχο και τη διατήρηση των φυσικών πόρων, υπό την προϋπόθεση ότι οι αιτιάσεις της βασίζονται σε επιστημονικά κριτήρια και όχι σε ανορθολογικές προκαταλήψεις. Επιδιώκουμε να κατευθύνουμε την επιστημονική υπευθυνότητα και το χρέος μας προς το σύνολο της κοινωνίας.

Καλούμε τις αρχές που είναι υπεύθυνες για τη μοίρα του πλανήτη να μην οδηγηθούν σε αποφάσεις που υποστηρίζονται από ψευδοεπιστημονικά επιχειρήματα και παραποιημένα ή ανερμάτιστα στοιχεία. Θέλουμε να επιστήσουμε την προσοχή όλων στην αναγκαιότητα να βοηθηθούν οι αναπτυσσόμενες χώρες ώστε να φτάσουν σε ένα επίπεδο βιώσιμης ανάπτυξης… χωρίς να τις στραγγαλίζουμε με μια θηλιά υποχρεώσεων που θα θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία τους και την αξιοπρέπειά τους. Ο πραγματικός διάβολος που απειλεί τη Γη είναι η άγνοια και η καταπίεση και όχι η Επιστήμη, η Τεχνολογία και η Βιομηχανία, που ως εργαλεία μπορούν, με κατάλληλη μεταχείριση, να σμιλεύσουν το μέλλον της ανθρωπότητας και να ξεπεράσουν τα προβλήματα του υπερπληθυσμού, της πείνας και των ασθενειών».

Δυστυχώς, υπάρχουν αρκετοί, ακόμα και σήμερα, που θα συνυπέγραφαν το κείμενο. Το χειρότερο όμως είναι ότι και αρκετοί πολιτικοί πιστεύουν κατά βάθος ότι η οικονομική κρίση και η κλιματική αλλαγή είναι δυο φαινόμενα ασύνδετα και ότι στην εποχή της ύφεσης μπορούμε να ξεχάσουμε το περιβάλλον. Μπορεί να μην το υποστηρίζουν πλέον δημόσια, αλλά οι ενδόμυχες επιφυλάξεις τους είναι ικανές να καθυστερήσουν τη λήψη αποφάσεων, τόσο όσο χρειάζεται για να βρεθούμε στο χειρότερο σενάριο του Νίκολας Στερν.

Από την άλλη μεριά, η ευρωπαϊκή συστράτευση και η αλλαγή του «κλίματος» στις ΗΠΑ μετά την εκλογή του Ομπάμα έκαναν τα πράγματα καλύτερα. Η γενική αυτή αισιοδοξία, που αποτυπώθηκε και στη Διάσκεψη του Παρισιού το 2015, όπου ο Αμερικανός Πρόεδρος διεκύρηττε ότι «Χωρίς καμία αμφιβολία, η Συμφωνία (του Παρισιού) βάζει τις βάσεις και το πλαίσιο ώστε να λυθεί η περιβαλλοντική κρίση. Αυτή η Συμφωνία αντιπροσωπεύει την καλύτερη ευκαιρία που μας δόθηκε ποτέ για να σώσουμε τον ένα και μοναδικό μας πλανήτη».

Άλλοι, όπως ο εκπρόσωπος της Κίνας Χι Ζενχούα και ο Ινδός υπουργός περιβάλλοντος Πράκας Τζαβαντέκαρ ήταν πιο μετριοπαθείς και μίλησαν για ιστορικό βήμα, αλλά και για ανεπάρκειες που θα έπρεπε να διορθωθούν. Ένα μεγάλο αγκάθι ήταν και πάλι η κατανομή του κόστους της «κλιματικής προσαρμογής», το οποίο δεν προσκρούει τόσο στην ικανότητα των κυβερνήσεων να ανταποκριθούν σ’αυτό, όσο στον φόβο πως τα οικονομικά μέτρα όσο παραμένουν εθελοντικά μπορεί να πλήξουν άνισα τον ανταγωνισμό. Είναι όπως και στη φορολογία: οι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους πολίτες ανησυχούν ότι κάποιοι άλλοι (οι φοροφυγάδες) θα επωφεληθούν εις βάρος τους.  

Στη συνέχεια βέβαια είχαμε δυο μείζονα γεγονότα που φαίνεται να δυναμιτίζουν το τοπίο. Το πρώτο είναι η έλευση του Τραμπ στην εξουσία ο οποίος «δικαιολόγησε» την απόσυρση των ΗΠΑ από τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει ως προϊόν της «επιστημονικής αβεβαιότητας». Στην πραγματικότητα όμως ήταν μέρος της σωβινιστικής του πολιτικής, ιδίως απέναντι στην Ευρώπη, καθώς και της επιστροφής στον στενό εθνικισμό. Το δεύτερο ήταν η βίαιη αντίδραση μιας κατηγορίας πολιτών στη Γαλλία με την ανακοίνωση του Μακρόν για αναφορολόγηση των πετρελαϊκών καυσίμων στα αυτοκίνητα. Τα «κίτρινα γιλέκα» ήταν η συντηρητική απάντηση της μεσαίας τάξης στις (βιαστικές) περιβαλλοντικές και δημοσιοοικονομικές μεταρρυθμίσεις του νέου Προέδρου.

Τέλος, με την έλευση του Μπάϊντεν στις ΗΠΑ, είχαμε μια νέα στροφή με θεαματικές καινοτομίες και αλλαγές, μεταξύ των οποίων μια μεγάλη οικονομική μεταρρύθμιση, την Inflation Reduction Act – IRA, καθώς και μια υπερχρηματοδότηση πράσινων επενδυτικών σχεδίων. Ειδικά όμως στις ΗΠΑ, η πολιτική για το Κλίμα είναι ένα εκκρεμές στενά συνδεδεμένο με τα δύο κόμματα εξουσίας και τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους. Είναι ένας καθρέφτης των μεγάλων κινήσεων, στη σκακιέρα της παγκοσμιοποίησης.

Ηλίας Ευθυμιόπουλος


[1] Stern Review on the Economics of Climate Change,  October 30, 2006, for the  British government.