Η σημαντική βελτίωση του ανθρακικού αποτυπώματος του οικιακού τομέα την περίοδο 2000-2019 οφείλεται κατά βάση στη διαφοροποίηση του ενεργειακού μίγματος, και κυρίως στην υποκατάσταση του πετρελαίου θέρμανσης με φυσικό αέριο και ηλεκτρισμό. Τα καθαυτά μέτρα εξοικονόμησης απέδωσαν σημαντικά χαμηλότερες μειώσεις εκπομπών από τις αναμενόμενες.

Η αντιμετώπιση της καταστροφικής κλιματικής αλλαγής και ο περιορισμός της αύξησης της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας στα επίπεδα του 1,5οC σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή απαιτούν την υλοποίηση φιλόδοξων πολιτικών προώθησης της ορθολογικής χρήσης της ενέργειας, της ενεργειακής αποδοτικότητας και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), τόσο στους τομείς της ενεργειακής προσφοράς (ηλεκτροπαραγωγή, κλπ.) όσο και στους τομείς της τελικής κατανάλωσης (κτίρια, μεταφορές, βιομηχανία, γεωργία). Ο τομέας των κτιρίων κατοικίας είναι κομβικός προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο μετασχηματισμός. Αναγνωρίζοντας την κρισιμότητά του, διαχρονικά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και κατ’ επέκταση η Ελληνική πολιτεία προσπάθησαν να εφαρμόσουν διάφορες πολιτικές και μέτρα με στόχο τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης και τη βελτίωση του ανθρακικού αποτυπώματος.

Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν στον τομέα τις δύο τελευταίες δεκαετίες αφορούσαν τόσο σε κανονιστικές παρεμβάσεις (Κανονισμός Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων – ΚΕΝΑΚ το 2010, ο οποίος αναθεωρήθηκε το 2017, ενεργειακή σήμανση συσκευών και υιοθέτηση ελάχιστων προτύπων ενεργειακής αποδοτικότητας, υποχρεωτική εγκατάσταση ηλιακών συστημάτων σε νέα ή ριζικά ανακαινιζόμενα, κτίρια, κ.α.) όσο και σε οικονομικές πολιτικές, κυρίως με την παροχή κινήτρων και επιδοτήσεων για την ενεργειακή ανακαίνιση του κτιριακού αποθέματος και την προμήθεια ενεργειακά αποδοτικών συσκευών. Αδιαμφισβήτητα, κεντρικό ρόλο στις παρεμβάσεις αυτές είχαν τα προγράμματα τύπου «Εξοικονομώ» που υλοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010. Συγκεκριμένα, στο πρώτο πρόγραμμα «Εξοικονομώ κατ’ Οίκον» ανακαινίσθηκαν περίπου 52.000 κατοικίες την περίοδο 2011-2017, μέσω επιδοτήσεων ύψους 421 εκατ. EUR, ενώ στο «Εξοικονομώ κατ’ Οίκον ΙΙ» που υλοποιήθηκε την περίοδο 2018-2020 εντάχθηκαν περίπου 65.000 κατοικίες, και οι επιδοτήσεις ανήλθαν σε περίπου 735 εκατ. EUR. Το δημόσιο χρήμα επομένως που διατέθηκε τη δεκαετία του 2010 στις ενεργειακές ανακαινίσεις κτιρίων υπερέβη το 1 δισεκατ. EUR.

Σχήμα 1

Παρά τις παρεμβάσεις αυτές, οι ενεργειακές καταναλώσεις στον τομέα δεν επηρεάσθηκαν σημαντικά. Όπως φαίνεται στο Σχήμα 1, η συνολική κατανάλωση ενέργειας μειώθηκε από 4,6 Μtoe το 2000 σε 4,1 Mtoe το 2019 (κατά περίπου 10%). Αν μάλιστα ληφθούν υπόψη τα στοιχεία του 2020, τότε η επιτευχθείσα μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης περιορίζεται σε μόλις 6%. Για περίπου 12 χρόνια (από το 2000 έως το 2011), η ενεργειακή κατανάλωση συνέχιζε με διάφορες διακυμάνσεις να αυξάνεται, ενώ η αποκλιμάκωσή της αρχίζει από το 2012 και μετά, παράλληλα με την εξελισσόμενη οικονομική κρίση, η οποία φαίνεται να έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αλλαγή των ενεργειακών συμπεριφορών. Την περίοδο αυτή συντελείται η σταδιακή εγκατάλειψη της χρήσης πετρελαίου από τα νοικοκυριά, που ενώ κάλυπτε το 53% των ενεργειακών αναγκών το 2000, περιορίστηκε σε μόλις 28% το 2019 (χονδρικά 1 στα 2 νοικοκυριά εγκατέλειψαν τα συστήματα θέρμανσης με πετρέλαιο). Αντίθετα, την ίδια περίοδο αυξάνει ο ρόλος του φυσικού αερίου που από σχεδόν μηδενική συμμετοχή το 2000, το 2019 κάλυψε το 9% των ενεργειακών αναγκών, αλλά και του ηλεκτρισμού που το μερίδιό του φαίνεται να αυξήθηκε από 27% το 2000 σε 36% το 2019. Από μια πρώτη ματιά λοιπόν, οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν κατά την τελευταία εικοσαετία, σε συνδυασμό με την πραγματικότητα της οικονομικής κρίσης της τελευταίας δεκαετίας, φαίνεται ότι είχαν μικρή επίδραση στη συνολική ενεργειακή κατανάλωση του τομέα, ενώ κυρίως επηρέασαν το μίγμα των ενεργειακών πόρων που χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών.

Σχήμα 2

Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται και από το Σχήμα 2 που δείχνει την εξέλιξη των άμεσων (από τη χρήση καυσίμων στα κτίρια) και έμμεσων (από τη χρήση ηλεκτρισμού) εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) στον τομέα. Εδώ οι μειώσεις που επιτεύχθηκαν την περίοδο 2010-2019 (τα στοιχεία του 2020 δεν είναι ακόμη διαθέσιμα) είναι εντυπωσιακά μεγαλύτερες και ανέρχονται σε ποσοστά άνω του 40%. Η διαφοροποίηση του ενεργειακού μίγματος που χρησιμοποιείται τόσο άμεσα στα κτίρια όσο και στην ηλεκτροπαραγωγή ήταν οι βασικοί παράγοντες που συνέβαλαν στην εξέλιξη αυτή.

Σχήμα 3

Εντούτοις, μια αναλυτικότερη εικόνα για τις παραμέτρους που επέδρασαν στη βελτίωση του ανθρακικού αποτυπώματος του οικιακού τομέα την περίοδο 2000-2019 φαίνεται στο Σχήμα 3. H συνολική μείωση των εκπομπών ανέρχεται σε 44% ή 10,7 Mt CO2. Από αυτούς, οι 8,3 Μt CO2 (ποσοστό 78%) μπορούν να αποδοθούν στη χρήση καθαρότερων καυσίμων επί τόπου στις κατοικίες και στη βελτίωση του ανθρακικού αποτυπώματος της ηλεκτροπαραγωγής. Η εφαρμογή μέτρων εξοικονόμησης στον τομέα (όπως για παράδειγμα οι ενεργειακές ανακαινίσεις των κτιρίων) θεωρητικά θα έπρεπε να αποδώσει άλλους 8,5 Mt CO2, εντούτοις οι 4,9 Mt CO2 εξ αυτών (ποσοστό σχεδόν 60%) «χάθηκαν» εξαιτίας αλλαγών στη συμπεριφορά των νοικοκυριών (ζουν σε μεγαλύτερα σπίτια, χρησιμοποιούν περισσότερες συσκευές, λειτουργούν περισσότερη ώρα τη θέρμανση προκειμένου να επιτύχουν καλύτερες συνθήκες θερμικής άνεσης). Τέλος, η αύξηση του πληθυσμού την εν λόγω περίοδο συνέβαλε στην αύξηση των εκπομπών κατά 10%, ενώ οι ευνοϊκότερες κλιματικές συνθήκες συνέβαλαν στη μείωσή τους κατά 5%.

Συμπερασματικά, η σημαντική βελτίωση του ανθρακικού αποτυπώματος του οικιακού τομέα την περίοδο 2000-2019 οφείλεται κατά βάση στη διαφοροποίηση του ενεργειακού μίγματος, και κυρίως στην υποκατάσταση του πετρελαίου θέρμανσης με φυσικό αέριο και ηλεκτρισμό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι την ίδια περίοδο το ανθρακικό αποτύπωμα του ηλεκτρισμού μειώθηκε σημαντικά λόγω περιορισμού του ρόλου του λιγνίτη και προώθησης των ΑΠΕ και του φυσικού αερίου. Επίσης, η επίδραση της οικονομικής κρίσης στη διαφοροποίηση του ενεργειακού μίγματος ήταν καταλυτική. Οι παρεμβάσεις, όμως, εξοικονόμησης ενέργειας που προωθήθηκαν την ίδια περίοδο είχαν απόδοση κατά 60% χαμηλότερη του αναμενομένου. Ουσιαστικά, τα εφαρμοσθέντα μέτρα είχαν μεν ως αποτέλεσμα την βελτίωση της παροχής ενεργειακών υπηρεσιών στα νοικοκυριά, αλλά τελικώς χαμηλά επίπεδα εξοικονόμησης ενέργειας.

Η παρατήρηση αυτή θα πρέπει να αποτελέσει σημείο κλειδί κατά το σχεδιασμό των μελλοντικών πολιτικών. Η χρήση καθαρότερων καυσίμων έχει συγκεκριμένα όρια και δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει στην απανθρακοποίηση του τομέα στον ορίζοντα του 2050. Ο εξηλεκτρισμός χωρίς την υλοποίηση παράλληλα φιλόδοξων προγραμμάτων εξοικονόμησης και ορθολογικής χρήσης της ενέργειας θα οδηγήσει σε πίεση τον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής με την ανάγκη εγκατάστασης επιπλέον μονάδων φωτοβολταϊκών και αιολικών συστημάτων, επιτείνοντας τα προβλήματα χωροθέτησης που ήδη καταγράφονται. Αντίθετα, κρίνεται επιτακτική η ανάγκη επανασχεδιασμού των προγραμμάτων εξοικονόμησης, δίνοντας έμφαση στις ριζικές μετατροπές, και παρέχοντας τη δυνατότητα να συμμετέχουν στα προγράμματα και τα πιο φτωχά νοικοκυριά, αυτά που κατά βάση ζουν σε ενεργειακά υποβαθμισμένες κατοικίες. Προτείνεται ακόμα να «βιομηχανοποιηθούν» οι ενεργειακές ανακαινίσεις των κτιρίων επιτυγχάνοντας οικονομίες κλίμακας. Τέλος, οι μελλοντικές πολιτικές θα πρέπει να συνεξετάσουν, μαζί με την εξοικονόμηση, και τα πρότυπα διαβίωσης (standards), ώστε μαζί με τη μείωση των εκπομπών να βελτιώνεται και η ποιότητα ζωής.