Οι περισσότερες από τις Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες που εκπονήθηκαν προσφάτως σε πολλές από τις περιοχές Natura της χώρας δεν μπορούν να θεωρηθούν ως κατάλληλες εργασίες τεκμηρίωσης για την έκδοση των Προεδρικών Διαταγμάτων θέσπισης του καθεστώτος προστασίας των περιοχών αυτών, αφού δεν περιέχουν το σύνολο των απαιτουμένων πληροφοριών και την επιστημονική τεκμηρίωση. Ο στόχος τους είναι, με πρόσχημα την απειλή εναντίον της βιοποικιλότητας, να αποκλείσουν και τα αιολικά πάρκα από το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας.

Με  πρόσφατη απόφαση της Κομισιόν, οι Αιολικοί Σταθμοί Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΣΠΗΕ) και τα συναφή έργα αναγνωρίζεται ότι εξυπηρετούν το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον (τους κλιματικούς στόχους), τη δημόσια υγεία, την ενεργειακή ασφάλεια αλλά και τη βιοποικιλότητα. [1] Η αναγνώριση αυτή  συμπίπτει χρονικά με τη δημοσιοποίηση στη χώρα μας του περιεχομένου 11 Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών (ΕΠΜ), οι περισσότερες από τις οποίες  ατεκμηρίωτα θεωρούν καταστροφικούς τους ΑΣΠΗΕ για το περιβάλλον και προτείνουν υπέρμετρες απαγορεύσεις και περιορισμούς για την κατασκευή και τη λειτουργία τους. Συμπίπτει ακόμα με νομοθετικές πρωτοβουλίες, οι οποίες εκσυγχρονίζουν τα κριτήρια προστασίας του περιβάλλοντος και το  καθεστώς έγκρισης και ελέγχου των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των ΑΣΠΗΕ. Υπενθυμίζεται ότι για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας το 1992 ψηφίστηκε η ομώνυμη Σύμβαση του ΟΗΕ. Στο προοίμιό της αναφέρεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν για την εγγενή αξία της, καθώς και για τη σημασία της για την εξέλιξη και για τη διατήρηση της ζωής στον πλανήτη μας. Το 2ο άρθρο της σύμβασης αυτής όρισε ως βιοποικιλότητα (συνώνυμα βιολογική ποικιλομορφία, βιολογικό δυναμικό) την ποικιλία των ζώντων οργανισμών πάσης προέλευσης, οι οποίοι ζουν – σε φυσιολογικές συνθήκες – σε χωρικές ενότητες ενιαίας σύνθεσης, τους οικοτόπους.  Όρισε επίσης ότι η διατήρηση της βιοποικιλότητας συνδέεται άμεσα με την προστασία των οικοτόπων. Οι έννοιες αυτές είχαν προσδιοριστεί το 1971 στη Διεθνή Συμφωνία του Ramsar, η οποία αναγνώρισε τη σημασία των οικοτόπων για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας (habitats supporting a characteristic flora and fauna), το 1979 στη «Σύμβαση για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος» της Ευρώπης (wildlife and natural habitats),  και το ίδιο έτος στη «Σύμβαση για τη διατήρηση των αποδημητικών ειδών που ανήκουν στην άγρια πανίδα» (habitats of endangered species).

Στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη, το 1979, η θέσπιση της προστασίας της βιοποικιλότητας συνδυάστηκε αρχικά με την προστασία των πτηνών και προέβλεπε την υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα με σκοπό να διαφυλαχθεί, διατηρηθεί ή αποκατασταθεί μία επαρκής ποικιλία και επιφάνεια οικοτόπων (a sufficient diversity and area of habitats for all the species of birds).

Ακολούθησε η Οδηγία 92/43/ΕΟΚ, η οποία προσδιόρισε τα χαρακτηριστικά των οικοτόπων (ενδιαιτήματα ή habitat) ως τις εξ ολοκλήρου φυσικές ή ημιφυσικές χερσαίες περιοχές, υγρότοπους ή γεωμορφολογικούς σχηματισμούς με συγκεκριμένη σύνθεση φυτών και ζώων, καθώς και ότι η προστασία τους οφείλει να αποσκοπεί στην επίτευξη της Ικανοποιητικής Κατάστασης Διατήρησής τους. Στη βιβλιογραφία, φυσικές χαρακτηρίζονται οι εκτάσεις που δεν έχουν διαταραχθεί από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, και ημιφυσικές αυτές στις οποίες η σύνθεση της αυτοφυούς βλάστησής τους δεν έχει αλλοιωθεί σημαντικά. 

Στη χώρα μας, για την προστασία της βιοποικιλότητας θεσπίστηκε η υπαγωγή σε καθεστώς προστασίας των εκτάσεων που είχαν ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000. Οι εκτάσεις αυτές (τόποι ή site) αναφέρονται ως Περιοχές Προστασίας της Βιοποικιλότητας (ΠΠΒ) και διακρίνονται σε Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (ΕΖΔ) και σε Ζώνες Ειδικής Προστασίας για τα πτηνά (ΖΕΠ). Ο καθορισμός των όρων προστασίας των περιοχών αυτών προβλέπεται με την έκδοση Προεδρικών Διαταγμάτων, τα οποία  θεσπίζουν τις χρήσεις γης που εξασφαλίζουν την απαιτούμενη προστασία των τύπων φυσικών οικοτόπων και των συντελεστών τους.

Για τον καθορισμό των χρήσεων αυτών, η ελληνική νομοθεσία προβλέπει ότι δεν αρκεί η βούληση της Πολιτείας για τη διαχείριση του χώρου. Απαιτείται η τεκμηρίωση της σημασίας των εκτάσεων προς ένταξη σε καθεστώς προστασίας με  επιστημονική μελέτη, η οποία αναφέρεται ως Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη (ΕΠΜ). Κριτήρια τεκμηρίωσης, όπως απαιτούν οι Οδηγίες 92/43/ΕΟΚ, 2009/147/ΕΚ και η νομοθεσία μας, είναι η δυναμική των πληθυσμών συγκεκριμένων φυτών και ζώων, καθώς και η επίτευξη της Ικανοποιητικής Κατάστασης Διατήρησής τους, η οποία προϋποθέτει ότι στο ορατό μέλλον το εμβαδόν τους θα παραμένει αμείωτο και θα συνεχίσουν να υφίστανται τα φυτά και τα ζώα τους.

Για την τεκμηρίωση που προαναφέρθηκε, το 2019 ανατέθηκε από το ΥΠΕΝ η εκπόνηση μιας σειράς νέων ΕΠΜ. Η ανάθεση αυτή έγινε σε εταιρείες, ορισμένες από τις οποίες είχαν συμμετάσχει στην παραγωγή των υφιστάμενων στοιχείων (Μελέτη Εποπτείας) και στην οποία μελέτη συμμετείχαν επίσης στελέχη περιβαλλοντικών οργανώσεων, αλλά και ο Πρόεδρος και μέλη της Επιτροπής Φύση 2000. Για το περιεχόμενο των μελετών αυτών ο Ν. 4685/2020 ορίζει ότι οι προτάσεις για την προστασία της βιοποικιλότητας πρέπει να βασίζονται  στην καταγεγραμμένη παρουσία των τύπων φυσικών οικοτόπων σε επαρκή έκταση και των φυτών και των ζώων τους σε επαρκή αριθμό, ώστε να είναι εφικτή η επίτευξη της Ικανοποιητικής Κατάστασης Διατήρησης, η οποία επιδιώκεται με τον καθορισμό των κατάλληλων χρήσεων γης.

Οι ΕΠΜ οφείλουν ακόμα να αξιολογήσουν την πληρότητα των δεδομένων που χρησιμοποιούν (μεθοδολογία συλλογής, στατιστική επάρκεια, έλεγχος μεροληψίας -bias κ.λπ.). Στις προδιαγραφές εκπόνησης των ΕΠΜ περιλαμβάνεται και η απαγόρευση της χρήσης αποτελεσμάτων που προκύπτουν από υπολογισμούς αν δεν αναφέρονται το λογισμικό και οι παραδοχές υπολογισμού τους. Η προδιαγραφή αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για την αξιολόγηση του Βαθμού και της Ικανοποιητικής Κατάστασης Διατήρησης, μεγέθη τα οποία είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την αξιολόγηση της κατάστασης και για τη διαμόρφωση των προτάσεων των ΕΠΜ, κάτι που επιτυγχάνεται με τη χρήση ειδικού λογισμικού το οποίο δεν χορηγήθηκε στους μελετητές των ΕΠΜ.

Η δημοσιοποίηση των ΕΠΜ – παρά τις ελλείψεις τους – συνεπάγεται την αποδοχή του περιεχομένου τους από το ΥΠΕΝ. Η αποδοχή αυτή θεωρείται όχι μόνο δεδομένη αλλά και προσυμφωνημένη, όπως φαίνεται από έγγραφο της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας, το οποίο αναφέρεται σε «κοινά συμφωνημένη διαδικασία των ΕΠΜ». [2]

Αποδεκτές φαίνεται ότι είναι και οι ελλείψεις των ΕΠΜ, όπως φαίνεται σε έγγραφο του ΥΠΕΝ, το οποίο αναφέρει ότι οι μελετητές: «δεν μπορούν να επικαλούνται έλλειψη ή αδυναμία εύρεσης πρωτογενών αξιόπιστων στοιχείων παραγνωρίζοντας ότι η ίδια η συμπερίληψη (των στοιχείων αυτών) στα Τυποποιημένα Έντυπα Δεδομένων (ΤΕΔ) του ΥΠΕΝ αποτελεί πράξη αποδοχής και έγκρισης της παρουσίας τους από την πλευρά της πολιτείας στις συγκεκριμένες περιοχές και ότι αυτή δεν έχει προκύψει αυθαίρετα ή εν κενώ». [3]

Επιπρόσθετα, χαρακτηριστική είναι και η εντολή του ΥΠΕΝ: «να συμβάλλουν (οι ΕΠΜ) στη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης των πραγμάτων προκειμένου να μη διαταράξουν τις ισορροπίες που είχαν δημιουργηθεί στην κοινωνία»!! [4,5]

Από τις ΕΠΜ που δημοσιοποιήθηκαν προκύπτει ότι πολλές από αυτές, παράνομα και αντισυμβατικά, δεν ικανοποιούν τις απαιτήσεις της διακήρυξης και των  τευχών που τη συνοδεύουν. Ειδικότερα, δεν προσδιορίζουν το εξ ολοκλήρου φυσικό ή ημιφυσικό των εκτάσεών τους, δεν αποτυπώνουν χαρτογραφικά τα σημεία καταγραφής των ειδών τους, δεν αναφέρουν τον αριθμό των ατόμων των ζώων τους, ούτε τα δημογραφικά μεγέθη που είναι απαραίτητα για την τεκμηρίωση της δυνατότητας μακροχρόνιας διατήρησής τους, αλλά και επίτευξης του Βαθμού και της Ικανοποιητικής Κατάστασης Διατήρησής τους, διατυπώνουν εικασίες (π.χ. για είδη που φώλιαζαν ή εν δυνάμει μπορούν να φωλιάσουν σε ένα τύπο οικοτόπου), ενώ στις ΖΕΠ συνήθως δεν απεικονίζουν χαρτογραφικά τους τύπους φυσικών οικοτόπων.

Οι ελλείψεις και οι παραλήψεις που προαναφέρθηκαν δεν επιτρέπουν σ ’αυτές τις ΕΠΜ να θεωρηθούν ως επιστημονικές μελέτες τεκμηρίωσης για την έκδοση των Προεδρικών Διαταγμάτων θέσπισης του καθεστώτος προστασίας της βιοποικιλότητας, αφού δεν περιέχουν το σύνολο των πληροφοριών ώστε να έχουν τα χαρακτηριστικά επιστημονικής εργασίας με λογική θεμελίωση και τεκμηρίωση των κρίσεων.

Παρόλα αυτά και παρά τις ανεπάρκειες αυτές, διατυπώνονται προτάσεις για υπαγωγή μεγάλου μέρους της χώρας σε καθεστώς Ζώνης Απόλυτης Προστασίας της Φύσης (ΖΑΠΦ) ή/και Ζώνης Προστασίας της Φύσης (ΖΠΦ). Επίσης, προτείνονται υπερβολικές απαγορεύσεις έργων και δραστηριοτήτων στις Ζώνες Διαχείρισης Οικότοπων και Ειδών (ΖΔΟΕ), στις Ζώνες Βιώσιμης Διαχείρισης Φυσικών Πόρων (ΖΒΔΦΠ), αλλά και στις περιφερειακές ζώνες.

Οι απαγορεύσεις αυτές χρησιμοποιούν το επιχείρημα ότι «οι ζώνες αυτές αποτελούν σημαντικό πεδίο άσκησης ήπιων οικοτουριστικών δραστηριοτήτων μέσω δικτύου μονοπατιών, πεζοπορίας, φωτογράφησης και γεωλογικού τουρισμού». Αποτελούν όμως και το υπόβαθρο για τις πάγιες θέσεις όσων αντιμάχονται κάθε τεχνικό ή αναπτυξιακό έργο, αυτών που θεωρούν απειλές για τη βιοποικιλότητα, ακόμα και τα φυσικά φαινόμενα (π.χ. τον κλιματικό θόρυβο, τους ερπυσμούς και τις κατολισθήσεις, τις πλημμύρες αλλά και τις φυσιολογικές επεκτάσεις ενός τύπου οικότοπου εις βάρος άλλου κ.ο.κ.). Οι αντιλήψεις αυτές βρίσκονται ακόμα  και στην επιχειρηματολογία όσων προσφεύγουν στη διοικητική δικαιοσύνη κατά της υλοποίησης των ως άνω αναπτυξιακών ή τεχνικών έργων και ευαγγελίζονται την υπαγωγή του συνόλου της χώρας σε καθεστώς αυστηρής προστασίας.

Οι προσεγγίσεις αυτές χαρακτηρίζουν ως μη αναστρέψιμο οικολογικό έγκλημα τις ΑΠΕ και ιδίως τους ΑΣΠΗΕ τους οποίους ενοχοποιούν ότι προκαλούν κάθε χρόνο την άμεση θανάτωση ενός πολύ μεγάλου αριθμού πουλιών και νυχτερίδων (λόγω πρόσκρουσης στα στροφεία, στους πυλώνες ή στις γραμμές μεταφοράς ρεύματος, αλλά και λόγω των ρευμάτων ώθησης προς το έδαφος που αναπτύσσονται πίσω από τους περιστρεφόμενους έλικες).

Προς τεκμηρίωση των απόψεων αυτών αναφέρουν τα πορίσματα από την τοποθέτηση πομπών στο πτηνό Aegypius monachus (μαυρόγυπας), οι οποίοι εξέπεμπαν στίγματα δορυφορικού εντοπισμού θέσης (αρχικά ανά 3 ημέρες και αργότερα ανά 3 λεπτά). Από την καταγραφή των στιγμάτων αυτών αναφέρουν ότι διαπίστωσαν τη διέλευση του πτηνού αυτού μία φορά την ημέρα από όλες τις θέσεις όπου υπάρχουν ανεμογεννήτριες (περισσότερες από 250), εντός ή πλησίον του Εθνικού Πάρκου Δάσους Δαδιάς–Λευκίμης–Σουφλίου. Με τα στοιχεία αυτά απαιτούν την απαγόρευση κάθε έργου ΑΠΕ στην περιοχή.  

Οι εικασίες αυτές αποκρύπτουν ότι η οριζόντια ταχύτητα μετακίνησης των μεγαλόσωμων πτηνών (π.χ. του μαυρόγυπα) είναι της τάξης των 36 km/h (δηλαδή 10 m/s) γεγονός που δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό των κορυφών οποιασδήποτε πολυγωνικής γραμμής που περιγράφει την πτήση τους (ανοδική, καθοδική, κυκλική κ.λπ.) όταν καταγράφεται ανά 3 λεπτά, δηλαδή ανά 1800 μέτρα η οριζόντια προβολή της. Αποκρύπτουν ακόμα τα δεδομένα της δόκιμης βιβλιογραφίας, τα οποία καταρρίπτουν τους ισχυρισμούς ύπαρξης της δυνατότητας προσδιορισμού των κινδύνων πρόσκρουσης μεγαλόσωμων πτηνών σε ανεμογεννήτριες με τη χρήση ενός μόνο λογισμικού το οποίο παρουσιάζουν ως πανάκια για τον προσδιορισμό αυτό.

Για παράδειγμα, στα πορίσματα διετούς έρευνας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών του Ισπανικού Κράτους (Estación Biológica de Doñana, Agencia Estatal Consejo Superior de Investigaciones Científicas) [6] τεκμηριώνεται ότι από την καταγραφή 1314 πτήσεων μεγαλόσωμων πτηνών από περιοχή στην οποία λειτουργούν 250 ανεμογεννήτριες, δεν επαληθεύτηκαν οι προβλέψεις προσκρούσεων, οι οποίες προκύπτουν από υπολογιστικά πρότυπα. Τα ίδια ισχύουν και από τη στατιστική επεξεργασία 300.000 εντοπισμών πτήσεων πτηνών κοντά σε 252 ανεμογεννήτριες. [7] Στο ίδιο πόρισμα αναφέρεται ότι ο σχεδιασμός και η λειτουργία των στροφείων των ανεμογεννητριών διαμορφώνει συγκεκριμένες οριζόντιες διευθύνσεις ανέμου, οι οποίες περιορίζουν τις τοπικές αναβατικές και καταβατικές, με αποτέλεσμα τα πτηνά να προσαρμόζονται και να ανεμοπορούν σε σημαντικά ύψη πάνω από τις ανεμογεννήτριες προκειμένου να εξασφαλίσουν την άνωση που εξασφαλίζει την πτήση τους.

Ανάλογες θεωρήσεις διατείνονται ότι η Οδηγία για τις ΑΠΕ [8] αντίκειται στις Οδηγίες 92/43/ΕΟΚ και 2009/147/EΕ και προτείνουν να απαγορευτεί η εγκατάσταση ΑΣΠΗΕ στο 58,6 % της χερσαίας έκτασης της χώρας [9,10,11,12,13] αγνοώντας σκόπιμα τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2022/2577. Επίσης, αρνούνται ότι η νομοθεσία μας στις προστατευόμενες περιοχές δεν προβλέπει την απαγόρευση των νομίμως υφιστάμενων ΑΣΠΗΕ και ότι σε περίπτωση που προκύψουν αμφιβολίες για τις επιπτώσεις τους προβλέπει την εφαρμογή της διαδικασίας ελέγχου των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων. [14]

Συμπερασματικά, το θεσμικό πλαίσιο προστασίας της βιοποικιλότητας στη χώρα μας, είναι επαρκές, οι διατάξεις για τις ΑΠΕ είναι ίδιες με αυτές των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βασίζονται στις διαδικασίες ελέγχου των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων (Οδηγίες 85/337/ΕΟΚ, 97/11/ΕΚ, 2001/42/ΕΚ.2011/92/ΕΕ, 2014/52/ΕΕ κ.ο.κ.). [15,16,17,18,19,20,21] Το καθεστώς όμως αυτό υπονομεύεται από επιλεκτικές εφαρμογές οι οποίες – επί το πλείστον – εξυπηρετούν αλλότρια συγκροτημένα συμφέροντα, τα οποία εκμεταλλεύονται την προστασία του περιβάλλοντος ή (στην καλύτερη περίπτωση) απορρέουν από ιδεοληπτικές θεωρήσεις.

   


[1]     Κανονισμός (ΕΕ) 2022/2577 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2022 σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου για την επιτάχυνση της ανάπτυξης ανανεώσιμης ενέργειας). Τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίζουν την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων σε ορισμένα τμήματα της (L 335).

[2] Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία (10-11- 2022): Γενικός σχολιασμός της Ορνιθολογικής επί της δομής και της μεθοδολογίας των μελετών ΕΠΜ Θεσσαλίας, 4α και 4β. Ιστότοπος ΥΠΕΝ.

[3] ΥΠΕΝ/ΔΔΦΠΒ/126081/3109/25-02-21.

[4] ΥΠΕΝ/ΔΔΦΠΒ/6914/225/25/01/2021. Προτεινόμενες μεθοδολογικές κατευθύνσεις σχετικά με τον τρόπο οριοθέτησης και επιλογής ζωνών και χρήσεων γης εντός προστατευόμενων περιοχών που προτείνονται στο πλαίσιο της ΕΠΜ.

[5]     ΔΔΦΠΒ/3675/140/15-1-2021: Προδιαγραφές ΕΠΜ Ομαδοποίησης – Χαρακτηρισμού Περιοχών Natura 2000, Επιλογής Ζωνών και Χρήσεων εντός περιοχών Natura 2000).

[6] De Lucas, M., Janss, G F.E., Whitfield, D.P., Ferrer M. (2008): Collision fatality of raptors in wind farms does not depend on raptor abundance. Journal of Applied Ecology 2008, 45, 1695–1703 British Ecological Society. Blackwell Publishing Ltd.

[7] Ferrer Μ., De Lucas, M.,. Janss, G.F.E., Casado, E., Muñoz, A.R., Bechard, M.J., Calabuig, C.P. (2012): Weak relationship between risk assessment studies and recorded mortality in wind farms. Journal of Applied Ecology 2012, 49, 38–46.

[8] Οδηγία 2018/2001/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (L 328).

[9]     Kati, V., Kassara, C., Psaralexi, M., Tzortzakaki, O., Petridou, M., Galani, A., Hoffmann, M.T. (2020): Conservation policy under a roadless perspective: Minimizing fragmentation in Greece”, Biological Conservation, Vol. 252, p. 108828

[10]     Kati, V, Kassara, C., Psaralexi M, Tzortzakaki O, Petridou M, Galani A, Hoffmann M. (2020): The roadless map of Greece. Mendeley Data, v1.

[11]     Kati, V., Kassara, Ch. (2020): Sustainable spatial planning for windfarms in Greece, Mendeley Data, V3.

[12]     Kati, V., Kassara, Ch., Vrontisi, Z., Moustakas, A. (2021): The biodiversity-wind energy-land use nexus in a global biodiversity hotspot. Science of The Total Environment. Vol. 768. 144471.

[13]    Κατή, Β., Κασσάρα, Χ. (2021): Πρόταση χωροθέτησης χερσαίων Αιολικών Σταθμών Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας στην Ελλάδα για καθαρή ενέργεια χωρίς σημαντικές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα. Εργαστήριο Διατήρησης της Βιοποικιλότητας. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

[14] Ν. 4014/2011. Περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και δραστηριοτήτων, ρύθμιση αυθαιρέτων σε συνάρτηση με δημιουργία περιβαλλοντικού ισοζυγίου και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Περιβάλλοντος (Α΄209).

[15] ΚΥΑ 49828/2008. Έγκριση ειδικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και της στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων αυτού (Β’ 2464).

[16]     ΚΥΑ ΥΠΕΝ/ΔΑΠΕΕΚ/74462/2976/2020. Καθορισμός της αδειοδοτικής διαδικασίας για την εγκατάσταση και τη σύνδεση με το δίκτυο διανομής σταθμών μικρών ανεμογεννητριών εγκατεστημένης ισχύος μικρότερης ή ίσης των 60 kW, καθώς και κάθε άλλης αναγκαίας λεπτομέρειας (Β΄ 3150).

[17]     Οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 1985 για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (L 175).

[18]     Οδηγία 97/11/ΕΚ του Συμβουλίου της 3ης Μαρτίου 1997 περί τροποποιήσεως της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (L 73).

[19]     Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2001, σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων (L 197).

[20]     Οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (L 26/1).

[21]     Οδηγία 2014/52/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/92/ΕΕ σχετικά με την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (L 124).