Συνέντευξη με τον Αριστοτέλη Παπαγεωργίου Καθηγητή Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

Ένα συνολικό σχέδιο πυροπροστασίας μέσα από τη διαχείριση της δασικής βλάστησης και έναν ενιαίο φορέα δασοπροστασίας που θα περιλαμβάνει την πρόληψη, την καταστολή και τη φύλαξη των δασών, με καλά εκπαιδευμένο προσωπικό, είναι απαραίτητο για να προστατεύσουμε τα ελληνικά δάση εξηγεί στο clima21 ο Καθηγητής Αριστοτέλης Παπαγεωργίου.

Ερ. Πως θα χαρακτηρίζατε τη φετινή μεγάλη πυρκαγιά στον Έβρο;

Στην Ελλάδα, πάνω από 1,6 εκατ. στρέμματα γης κάηκαν το φετινό καλοκαίρι, πολλά από τα οποία είναι δασικά οικοσυστήματα. Ο Έβρος δέχτηκε το μεγαλύτερο χτύπημα, όπου καταγράφηκε φέτος η μεγαλύτερη πυρκαγιά της Ευρώπης. Κυρίως καταστράφηκε το νότιο και κεντρικό μέρος της περιφερειακής ενότητας, αυτό δηλαδή που ήταν το πιο δασωμένο. Κάηκε ένα μεγάλο μέρος του Εθνικού Πάρκου Δαδιάς – Λευκίμης Σουφλίου. Επίσης καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά το Δασικό Σύμπλεγμα Νοτίου Έβρου, ένα πανέμορφο και πολύτιμο δάσος, ενώ χάθηκαν ζωές και περιουσίες. Πολύ ισχυρό πλήγμα δέχτηκαν επίσης οι υποδομές της πρωτογενούς παραγωγής στην περιοχή (μελίσσια, ποιμνιοστάσια, αγροτικές επιχειρήσεις). Τέλος, η ποιότητα ζωής των κατοίκων έχει υποβαθμιστεί αισθητά, κάτι που θα γίνει αντιληπτό σε βάθος χρόνου. Στην πόλη της Αλεξανδρούπολης, κάθε βράδυ μυρίζει το καμένο δάσος, αν και έχουν περάσει μήνες από τη φωτιά.

Καμένες εκτάσεις της περιφερειακής ενότητας Έβρου. Πηγή: ΟΦΥΠΕΚΑ

Τελικά πόσο μεγάλη ήταν η ζημιά;

Ακόμα δεν έχουμε ολοκληρωμένα και τελικά στοιχεία, όμως πρέπει κατ’ αρχήν να σημειώσω πως η έκταση της ζημιάς δεν μετριέται μόνο σε καμένα στρέμματα – που  ανέρχονται στο 57% – 58% του δάσους του Εθνικού Πάρκου Δαδιάς – Λευκίμης Σουφλίου. Το μεγάλο πλήγμα από τις φετινές πυρκαγιές αφορά κυρίως στην βιοποικιλότητα για πολλά διαφορετικά είδη πανίδας και χλωρίδας που συνυπήρχαν εκεί, αλλά και για τις συνθήκες που διατηρούσαν έναν τόσο υψηλό φυσικό πλούτο. Το δάσος που κάηκε ήταν μεικτό δρυοδάσος με πεύκα, πλούσιο σε είδη πανίδας και χλωρίδας, ιδιαίτερα όσον αφορά τα είδη των αρπακτικών πουλιών, που έκαναν τη Δαδιά γνωστή διεθνώς. Οι πρώτες εκτιμήσεις δείχνουν ότι τα οι νεοσσοί των περισσότερων πουλιών είχαν ήδη πετάξει όταν έφτασε η φωτιά στο δάσος, αλλά οι επιπτώσεις στους πληθυσμούς τους δεν μπορούν ακόμα να προσδιοριστούν.

Πέρα από τη συνολική καμένη γη, το ζήτημα πλέον είναι ποια είδη χλωρίδας και πανίδας θα καταφέρουν να επιστρέψουν στο δάσος ή αν τα εκεί ενδημικά είδη χάθηκαν οριστικά. Αν δεν ξανακαεί, το δάσος θα καταφέρει να αναγεννηθεί, αλλά θα είναι διαφορετικό από αυτό που είχαμε. Δεν θα είναι ποτέ το ίδιο. Πρέπει βέβαια να προσθέσουμε πως η φωτιά ανήκει στον κύκλο ζωής του δάσους, ωστόσο μιλάμε για μια φωτιά που προκύπτει φυσιολογικά κάθε 50 – 70 χρόνια και όχι για μια φωτιά που καίει το δάσος κάθε χρόνο και δεν αφήνει περιθώρια αναγέννησης. Να σημειωθεί ότι μόλις πέρυσι είχαμε μια μεγάλη φωτιά στο Εθνικό Πάρκο που έκαψε επίσης ένα μεγάλο μέρος του δάσους. Αν συνεχιστεί αυτό το μοτίβο, δεν θα υπάρχουν περιθώρια ανάκαμψης του οικοσυστήματος.

Τέλος, να μιλήσουμε για το βάρος που έμεινε στην ψυχή όλων όσων μένουν στην περιοχή ή σχετίζονται με αυτή. Χάθηκαν κόποι και όνειρα δεκαετιών, επαναπροσδιορίζονται στόχοι και συνθήκες ζωής και εργασίας, και το χειρότερο είναι ότι υπάρχει μεγάλη ανασφάλεια για το μέλλον, καθώς περιμένουμε επιδείνωση των συνθηκών.

Τι πήγε λάθος στην προκειμένη περίπτωση;

Για τη φωτιά του Έβρου πήγαν όλα λάθος, όπως συμβαίνει παντού στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια το καλοκαίρι, που με τον πρώτο δυνατό αέρα καιγόμαστε. Η επιδείνωση των κλιματικών συνθηκών τα τελευταία χρόνια κάνει την εκδήλωση των πυρκαγιών πολύ πιο πιθανή και την σφοδρότητά τους πολύ πιο μεγάλη.

Επιπλέον, πρέπει να προσθέσουμε και την πύκνωση της βιομάζας εξαιτίας της υποχώρησης της διαχείρισης του δάσους και των ήπιων ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Η διαχείριση του δάσους και η διαμόρφωση της βλάστησης είναι ο κύριος παράγοντας πρόληψης για ένα δασικό οικοσύστημα και αυτή έχει υποχωρήσει τις τελευταίες δεκαετίες, εξαιτίας της εγκατάλειψης της υπαίθρου, της αποδυνάμωσης των δασικών υπηρεσιών και της έλλειψης χρηματοδότησης. Αντίθετα, δίνονται πολλά χρήματα για την λεγόμενη «καταστολή» των δασικών πυρκαγιών, αλλά και εδώ έχουμε ένα μοντέλο δασοπυρόσβεσης στη χώρα μας που δεν λειτουργεί, όπως φαίνεται και από το αποτέλεσμα.

Κατά τη γνώμη μου, για να προστατεύσουμε τα δάση στην Ελλάδα, πρέπει να εφαρμοστεί ένα συνολικό σχέδιο πυροπροστασίας, μέσα από τη διαχείριση της δασικής βλάστησης και έναν ενιαίο φορέα δασοπροστασίας που θα περιλαμβάνει την πρόληψη, την καταστολή και τη φύλαξη των δασών, με καλά εκπαιδευμένο προσωπικό. Σήμερα έχουμε ένα «αστικό» μοντέλο πυρόσβεσης να εφαρμόζεται στα δάση, με το Πυροσβεστικό Σώμα να δίνει προτεραιότητα σε ζωές και περιουσίες και να προσπαθεί να φυλάξει τους οικισμούς. Αυτό είναι μεν σωστό και πρέπει να γίνεται, αλλά απουσιάζει η μάχη ενάντια στη φωτιά μέσα στα δάση, πριν αυτή φτάσει στους οικισμούς. Η μάχη αυτή θα πρέπει να δίνεται από εκπαιδευμένο προσωπικό και κάτω από τον συντονισμό ενός έμπειρου και εκπαιδευμένου στην περιοχή φορέα και περιλαμβάνει κυρίως τη διαμόρφωση της βλάστησης για να περιοριστεί η φωτιά. Αυτό δυστυχώς δεν γίνεται στην Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια, με τα γνωστά αποτελέσματα.

Τι περιθώρια αποκατάστασης υπάρχουν;

Όσον αφορά στην αποκατάσταση, η συζήτηση στην Ελλάδα βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και δεκαετίες, ωστόσο είναι ένα πρόβλημα που η επιστήμη το έχει λύσει. Τα απαραίτητα μέτρα είναι να εξασφαλίσουμε να μην ξανακαεί το δάσος, να γίνουν δράσεις αποκατάστασης μόνο αφού διαπιστωθεί πρώτα η φυσική δυναμική του οικοσυστήματος και η διαχείριση να γίνει από αρμόδια υπηρεσία με τους επιστήμονες που υπάρχουν στην περιοχή.

Εν συντομία, το πρώτο βήμα είναι να περιμένουμε ένα με δύο χρόνια για να δούμε ποια θα είναι η φυσική αναγέννηση του δάσους, καθώς και τον βαθμό στον οποίο θα καταφέρει να ανακάμψει από μόνο του, και στη συνέχεια θα πρέπει να συμπληρώσουμε εκεί που χρειάζεται – και μόνο εκεί – και μόνο με βάση τον σκοπό της διαχείρισης. Αυτό απαιτεί προφανώς επιστημονική παρακολούθηση και έρευνα, και ευτυχώς στην περιοχή του Έβρου υπάρχουν αξιόλογες ομάδες και οργανισμοί με επιστήμονες που ξέρουν ακριβώς τι πρέπει να γίνει.

Μια τελευταία ερώτηση: αυτό που χάθηκε ήταν πράγματι ένα αρχέγονο παρθένο δάσος;

Η απάντηση είναι ξεκάθαρα «όχι». Η περιοχή που κάηκε στον Έβρο και το δάσος της Δαδιάς δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως παρθένο δάσος, «απείραχτο από τον άνθρωπο», όπως συχνά συνηθίζεται να λέμε. Ο άνθρωπος πάντα υπήρχε στην περιοχή. Αντίθετα, η δράση του ανθρώπου μέσα στο δάσος και γύρω από αυτό είναι ένας από τους βασικούς λόγους που η βιοποικιλότητα είναι τόσο υψηλή στην περιοχή. Είχαμε και ελπίζω να έχουμε πάλι ανθρώπινη παρέμβαση, ήπια γεωργία, ήπια κτηνοτροφία, μελισσοκομία, μεταξύ άλλων, ώστε να δημιουργηθεί ξανά αυτό το «μωσαϊκό γης» και σε συνδυασμό με τη γεωγραφία να μπορέσει να φιλοξενήσει την πλούσια βιοποικιλότητα που υπήρχε μέχρι πρόσφατα.

Επίσης πρέπει να αναφέρω πως ο όρος «αρχέγονο δάσος» δεν είναι καλά περιγεγραμμένος στην επιστημονική βιβλιογραφία. Συνηθίζουμε να αποκαλούμε έτσι τα πολύ παλαιά δάση, τα οποία συνεχίζουν να παραμένουν άθικτα από την επίδραση των ανθρώπων. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν δάση ή άλλες περιοχές χωρίς ίχνη της επίδρασης του ανθρώπου, ακόμα και στα πιο απόμερα μέρη.

Στο θέμα αυτό μπορούμε όμως να επανέλθουμε με άλλη ευκαιρία.

Πολύ ευχαρίστως!

—————————-

Ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου είναι καθηγητής στο Τμήμα Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής, Σχολή Επιστημών Υγείας, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλεξανδρούπολη.