Η επιδίωξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι διπλή: να επιτευχθούν οι στόχοι για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (AΠΕ) και το Κλίμα, τηρώντας παράλληλα τη νομοθεσία για την προστασία των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας.
 

Αιολικό πάρκο στο δάσος στα περίχωρα του Φράϊμπουργκ της Γερμανίας. Δεξιά η κορυφή του καθεδρικού ναού

Πρόσφατα, ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα η σχέση των αιολικών πάρκων με τις περιοχές Natura 2000. Η αλήθεια είναι ότι η ανταγωνιστική αυτή συνάντηση  είναι πολύ παλιά, σχεδόν από τότε που ξεκίνησαν να σχεδιάζονται τα μεγάλα έργα και η αιολική ενέργεια να διεκδικεί κυριαρχική θέση στην καθαρή ηλεκτροπαραγωγή.

Από την αρχή όμως ήταν φανερό ότι οι αιτιάσεις της «ασυμβατότητας» ΑΠΕ-Natura, τις οποίες επιστράτευε κάθε τόσο μια ορισμένη διακομματική και διακοινωνική αντιπολίτευση, δεν ήταν βασισμένες σε κάποια βαθιά ανάλυση της πραγματικότητας (περιβαλλοντικής και ενεργειακής), αλλά εξυπηρετούσαν μικρο-πολιτικές και αλλότριες επιδιώξεις. Η επικαιρότητα ξαναφέρνει τώρα το θέμα στην επιφάνεια, μετά την ανάθεση σε ομάδες μελετητών της εκπόνησης Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών στις περιοχές Natura που δεν είχαν μέχρι τώρα καταφέρει να θεσμοθετηθούν. Το γεγονός βέβαια ότι οι προς μελέτη περιοχές αφορούν ένα μεγάλο μέρος της επικράτειας (γύρω στο 25%) είναι από μόνο του θέμα, τη στιγμή μάλιστα που έχουν διαρρεύσει πληροφορίες ότι ένας από τους στόχους της όλης επιχείρησης είναι να εκτοπίσει τις ΑΠΕ, και ειδικά τις ανεμογεννήτριες, από τις περιοχές «οικολογικής ευαισθησίας». Ένας άλλος στόχος είναι να εναρμονισθεί επιτέλους η χώρα, έστω και με καθυστέρηση 20 ετών, με την Κοινοτική Οδηγία για τα «Είδη και τα Ενδιαιτήματα» (Habitats Directive 92/43/EEC (2019/C 33/01), και να γλυτώσουμε τα πρόστιμα και τις ποινές, έστω κι αν τις περισσότερες φορές έχουν συμβολικό χαρακτήρα.   

Η αντιπαλότητα έφτασε και στα αυτιά της Επιτροπής, η οποία, όπως ήταν φυσικό, φρόντισε γρήγορα να ξεκαθαρίσει τα πράγματα˙ για τον λόγο αυτό εξέδωσε ένα κείμενο αρχών και μεθοδολογίας ώστε να αρθούν τυχόν παρεξηγήσεις. Άλλωστε, το ίδιο όργανο, δηλαδή η Επιτροπή, είναι υπεύθυνο τόσο για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας όσο και για την πριμοδότηση των ΑΠΕ.

Στο επικαιροποιημένο λοιπόν κείμενο το οποίο εκδόθηκε το 2020 τονίζεται ρητά ήδη από το εισαγωγικό μέρος ότι η Οδηγία για τα Ενδιαιτήματα και τα Είδη δεν θεωρεί ασυμβίβαστη την ανάπτυξη αιολικών στις περιοχές του Δικτύου Natura 2000. Η ακριβής διατύπωση (στα Αγγλικά) είναι: “The Habitats Directive does not, a priori, exclude wind farm developments in or adjacent to Natura 2000 sites. These need to be assessed on a case-by-case basis.”  

Περαιτέρω, ο πολύ χρήσιμος αυτός οδηγός περιλαμβάνει τη μεθοδολογία η οποία πρέπει να ακολουθηθεί για την Εκτίμηση των Επιπτώσεων, τη διαβούλευση με τους ενδιαφερομένους (stakeholders) κατά την ανάπτυξη ενός έργου, τη διερεύνηση εναλλακτικών λύσεων και των off side αντισταθμιστικώνσε περίπτωση σοβαρών προβλημάτων σε κάποιο συγκεκριμένο έργο, καθώς και την παρουσίαση παραδειγμάτων και λύσεων (case studies) σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες. Το μότο σε κάθε ένα από τα κεφάλαια ήταν ότι αν υπάρχει θέληση, δεν υπάρχουν αδιέξοδα.  

Βέβαια, πάγια θέση της Επιτροπής ήταν ότι το δίκτυο Natura 2000 δεν είναι σύστημα αυστηρά προστατευόμενων εθνικών πάρκων όπου απαγορεύεται κάθε είδους ανθρώπινη δραστηριότητα. Αντίθετα, μπορεί να περιλαμβάνει δραστηριότητες όπως η ανάπτυξη ΑΠΕ, υπό τον όρο ότι θα γίνουν εμπεριστατωμένες μελέτες επιπτώσεων και αξιολόγηση εναλλακτικών λύσεων. Φαίνεται όμως ότι χρειάστηκε αυτό να τονιστεί ξανά και ξανά. Με τις κατευθυντήριες γραμμές που προαναφέραμε παρέχεται στα κράτη μέλη και τη βιομηχανία καθοδήγηση σχετικά με τις προβλέψεις της ισχύουσας νομοθεσίας με τη διπλή μέριμνα ότι θα επιτευχθούν οι στόχοι μας για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και το Κλίμα, τηρώντας παράλληλα τη νομοθεσία της ΕΕ για την προστασία των ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας [1].

Στις 18 Μαΐου 2022, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχώρησε περισσότερο. Παρουσίασε το αναλυτικό Σχέδιο REPowerEU, στο οποίο περιλαμβάνεται ένα νέο πακέτο νομοθεσίας και λεπτομερείς υποδείξεις προς στα κράτη μέλη για την επιτάχυνση της αδειοδότησης των ΑΠΕ, με σκοπό την ταχύτερη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και ειδικά τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Με βάση το νέο αυτό σχέδιο, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θεωρούνται υπέρτατου δημόσιου συμφέροντος (overriding public interest) και υπηρετούν τη δημόσια υγεία και ασφάλεια. Ο κανόνας αυτός, λέει στο κείμενό της η Επιτροπή,  θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη στάθμιση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με άλλα συμφέροντα, όπως η προστασία της βιοποικιλότητας και των νερών, και επομένως η εγκατάστασή τους θα μπορεί, κατά περίπτωση, να λαμβάνει προτεραιότητα. Αυτή η προσέγγιση θα ισχύει έως ότου η ΕΕ φτάσει σε κλιματική ουδετερότητα.

Από την άλλη μεριά, οι Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες (ΕΠΜ) δεν επιβάλλονται από την Επιτροπή, η οποία αφήνει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να εκδώσουν κανονιστικές διατάξεις σύμφωνα με τις επί μέρους εθνικές νομοθεσίες, όχι όμως ως χωροταξικά σχέδια για τις χρήσεις γης, όπως ερμηνεύουμε την Οδηγία στην Ελλάδα, αλλά ως το απαραίτητο στάδιο για την θεσμοθέτηση των προστατευόμενων περιοχών, εφόσον η οριοθέτηση (πρώτο στάδιο) δεν συνιστά ολοκληρωμένη πρόταση για την εκτίμηση της σημασίας και των χαρακτηριστικών τής προς θεσμοθέτηση περιοχής. Η τυχόν ασυμβατότητα της ανάπτυξης ενός έργου ΑΠΕ σε μια περιοχή Natura και η σχετική ή μη αδειοδότηση θα προκύψει από τις πληροφορίες και τα δεδομένα που θα συγκεντρωθούν σε σχέση με το προστατευτέο αντικείμενο, με βάση την ΕΠΜ (εφόσον υπάρχει), τα κριτήρια του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου των ΑΠΕ (ΕΧΠ-ΑΠΕ) και όλες τις άλλες διαθέσιμες μελέτες.

Όλα αυτά οφείλουν να συγκλίνουν και να συμπεριληφθούν στην Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) ή/και στην Ειδική Οικολογική Αξιολόγηση του έργου, στο αναγκαίο εύρος και βάθος ώστε να μπορεί και η αδειοδοτούσα αρχή να κρίνει και να βαθμολογήσει την επενδυτική πρόταση. Κατά την άποψή μας λοιπόν, το βασικό εργαλείο για την άδεια χωροθέτησης ενός συγκεκριμένου έργου ΑΠΕ δεν μπορεί να είναι άλλο από την ΜΠΕ, η οποία μάλιστα θα πρέπει να εξετάζεται από μία και μόνο ανεξάρτητη αδειοδοτούσα αρχή (όπως είναι περίπου η ΡΑΕ) χωρίς το σημερινό διπλό σύστημα και χωρίς τις συγκρούσεις που αυτό δημιουργεί ανάμεσα στις υπηρεσίες  του ίδιου  του υπουργείου (Ενέργειας και Περιβάλλοντος).

Τούτων λεχθέντων, η ΕΠΜ για την μελέτη και τη θεσμοθέτηση μιας περιοχής Natura δεν έχει καμιά δικαιοδοσία να αποκλείει ή να επιτρέπει την ίδρυση εγκαταστάσεων ΑΠΕ. Η μοναδική της αποστολή θα πρέπει να είναι η τεκμηρίωση της αξίας του οικοτόπου ή του είδους του οποίου μελετάται η προστασία, καθώς και η παροχή επαρκών στοιχείων για την αξιολόγηση ενδεχόμενης τρωτότητας. Οριζόντιοι αποκλεισμοί μπορεί να εξετάζονται από την ΕΠΜ μόνο ως εξαιρετικό μέτρο σε πολύ εντοπισμένα και χωρικά περιορισμένα σημεία τής προς θεσμοθέτηση περιοχής, εφόσον αυτό δικαιολογείται από την υψηλή σημασία τους (όπως είναι για παράδειγμα οι ελάχιστοι «οικότοποι προτεραιότητας»). Επιπλέον, η ΜΠΕ οφείλει να εξετάζει και να παρουσιάζει το υπάρχον καθεστώς χρήσεων γης, και να συνοψίζει όλα τα προηγούμενα χωροταξικά ή ρυθμιστικά σχέδια, τα οποία είναι δυνατόν να επηρεάζουν είτε τα διαχειριστικά σχέδια του προς προστασία αντικειμένου, είτε την ανάπτυξη και λειτουργία δραστηριοτήτων όπως οι ΑΠΕ (θεωρούμενες ως δράση φιλική προς το περιβάλλον). Τέτοια σχέδια είναι για παράδειγμα τα Περιφερειακά Χωροταξικά, τα Ειδικά Χωροταξικά, τα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια, τα ΣΧΟΑΑΠ, οι ΖΟΕ ή και ad hoc Προεδρικά Διατάγματα που ενέχουν χαρακτηριστικά ρυθμιστικών ή χωροταξικών σχεδίων. Εκτός από τις ΕΠΜ, το αυτό θα πρέπει να ισχύει για συναφείς μελέτες όπως είναι π.χ. τα έργα Life της ΕΕ.

Συμπερασματικά, οι εκπονούμενες ΕΠΜ για τις «ορφανές» περιοχές του Δικτύου Natura2000 δεν μπορεί και δεν πρέπει να μετατραπούν σε μελέτες χωροθέτησης – αδειοδότησης ή αποκλεισμού έργων ΑΠΕ, γιατί αυτό αντιστρατεύεται τόσο την Κοινοτική όσο και την Εθνική νομοθεσία, όπως επίσης και τους ίδιους τους κυβερνητικούς χειρισμούς.   

[1] Στο ίδιο πνεύμα, της αναζήτησης εφαρμόσιμων τεχνικών λύσεων για τον μετριασμό των επιπτώσεων των έργων ΑΠΕ, βρίσκεται και η μεταγενέστερη μελέτη της Διεθνούς Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN) με τίτλο “Mitigating biodiversity impacts associated with solar and wind energy development. Guidelines for project developers” η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων μια σειρά μελετών περίπτωσης (case studies) που αποδεικνύουν ότι με τα κατάλληλα μέτρα μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά έργα ΑΠΕ και βιοποικιλότητα.