Μέχρι πρόσφατα, η κατανόηση των λόγων πίσω από τους αρνητές της κλιματικής αλλαγής φαινόταν εύκολη υπόθεση: Όλα σχετίζονταν με την απληστία.

Πίσω από τον ερευνητή που αμφισβητεί την επιστημονική συναίνεση, τον «δημοσιογράφο» που ειρωνεύεται τη δράση για το κλίμα ή τον πολιτικό που καταγγέλλει την κλιματική αλλαγή ως απάτη σχεδόν πάντα υπάρχει κάποια σημαντική οικονομική υποστήριξη από τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων.

Αυτές ήταν πιο απλές, πιο αθώες εποχές και μου λείπουν.

Είναι αλήθεια ότι η απληστία εξακολουθεί να είναι ένας σημαντικός παράγοντας στον αντι-περιβαλλοντισμό. Αλλά η άρνηση της κλιματικής κρίσης έχει γίνει επίσης μια συνιστώσα του πολιτιστικού πολέμου, με τους ακροδεξιούς να απορρίπτουν την επιστήμη, εν μέρει επειδή αντιπαθούν την επιστήμη γενικά, αλλά και από ενστικτώδη αντίθεση σε οτιδήποτε υποστηρίζουν οι φιλελεύθεροι.

Και αυτή η πολιτιστική διάσταση των επιχειρημάτων για το κλίμα έχει προκύψει στη χειρότερη δυνατή στιγμή – μια στιγμή δηλαδή όπου τόσο ο απόλυτος κίνδυνος από τις ανεξέλεγκτες εκπομπές, όσο και ο δρόμος προς τη μείωση αυτών των εκπομπών είναι σαφέστεροι από ποτέ.

Οι επιστήμονες που άρχισαν να προειδοποιούν, πριν από δεκαετίες, ότι η αυξανόμενη συγκέντρωση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα της Γης θα είχε επικίνδυνες επιπτώσεις στο κλίμα έχουν δικαιωθεί πανηγυρικά.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο Ιούλιος ήταν ο θερμότερος μήνας που έχει καταγραφεί ποτέ, με καταστροφικά κύματα καύσωνα σε πολλά μέρη του πλανήτη. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα πολλαπλασιάζονται. Η Φλόριντα ουσιαστικά κάθεται μέσα σε μια μπανιέρα με καυτό νερό, αφού σε ορισμένες περιοχές οι θερμοκρασίες των θαλασσών είναι υψηλότερες κι από τη θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος.

Ταυτόχρονα, η τεχνολογική πρόοδος στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας κατέστησε δυνατή την επίτευξη σημαντικών μειώσεων των εκπομπών με μικρό ή μηδενικό κόστος όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη και το βιοτικό επίπεδο. Κάτι που δεν το περιμέναμε να φανεί τόσο γρήγορα.

Πίσω στο 2009, όταν οι Δημοκρατικοί προσπάθησαν αλλά απέτυχαν να αναλάβουν σημαντική δράση για το κλίμα, οι προτάσεις πολιτικής τους συνίσταντο κυρίως στη θέσπιση ορίων εκπομπών με τη μορφή αδειών που οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αγοράσουν και να πουλήσουν. Το 2022, όταν η κυβέρνηση Biden κατάφερε τελικά να περάσει ένα σημαντικό νομοσχέδιο για το κλίμα, αποτελούνταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από κίνητρα – φορολογικές πιστώσεις και επιδοτήσεις για την πράσινη ενέργεια. Έτσι, χάρη στην επανάσταση στην τεχνολογία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, οι ειδικοί στον τομέα της ενέργειας πιστεύουν ότι η προσέγγιση «Κέρδος χωρίς Απώλειες» θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Αλλά όχι βέβαια αν οι Ρεπουμπλικάνοι μπορούν να την πολεμήσουν. Το Heritage Foundation ηγείται μιας προσπάθειας που ονομάζεται Project 2025 και πιθανότατα θα καθορίσει την ατζέντα εάν οι Ρεπουμπλικάνοι κερδίσουν τον Λευκό Οίκο το επόμενο έτος. Όπως οι γράφουν οι Times, ήδη καλούν για «διάλυση σχεδόν κάθε προγράμματος καθαρής ενέργειας στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και ενίσχυση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων».

Τι κρύβεται πίσω από αυτή την καταστροφική προσπάθεια; Το Project 2025 φαίνεται να έχει επινοηθεί σε μεγάλο βαθμό από τους συνήθεις υπόπτους, τις «δεξαμενές σκέψης» για τα  ορυκτά καύσιμα, όπως το Ινστιτούτο Heartland και το Ινστιτούτο Ανταγωνιστικών Επιχειρήσεων, που έχουν ξεκινήσει σταυροφορία κατά της επιστήμης του κλίματος και της δράσης για το κλίμα εδώ και πολλά χρόνια.

Αλλά η πολιτική δύναμη αυτής της κίνησης και η πιθανότητα ότι δεν θα υπάρξει σημαντική διαφωνία στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος εάν οι Ρεπουμπλικάνοι πάρουν τον Λευκό Οίκο έχουν να κάνουν με τον τρόπο με τον οποίο η επιστήμη γενικά και η επιστήμη του κλίματος ειδικότερα έχουν «γίνει ένα» με το μέτωπο του πολιτιστικού πολέμου.

Όσον αφορά τη στάση απέναντι στην επιστήμη: Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, οι Ρεπουμπλικάνοι και οι Δημοκρατικοί είχαν παρόμοια επίπεδα εμπιστοσύνης στην επιστημονική κοινότητα. Από τότε, ωστόσο, η εμπιστοσύνη των Ρεπουμπλικάνων έχει βυθιστεί, ενώ η εμπιστοσύνη των Δημοκρατικών έχει αυξηθεί. Τώρα υπάρχει ένα χάσμα 30 μονάδων μεταξύ των κομμάτων.

Το γεγονός ότι ο κλιματικός πόλεμος είναι πλέον μέρος του πολιτιστικού πολέμου με ανησυχεί πολύ. Τα ειδικά συμφέροντα μπορούν να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά, αλλά μπορούν να εξαγοραστούν ή να αντισταθμιστούν με άλλα ειδικά συμφέροντα. Πράγματι, ένα σημαντικό μέρος της στρατηγικής του προέδρου Biden για το κλίμα είναι η ιδέα ότι οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι οποίες έχουν αυξηθεί από τότε που ψηφίστηκε η νομοθεσία του, θα δώσουν σε πολλές επιχειρήσεις και κοινότητες μερίδιο στη συνέχιση της πράσινης μετάβασης.

Αλλά τέτοιες ορθολογικές, αν και ιδιοτελείς, εκτιμήσεις δεν θα προσφέρουν πολλά ώστε να πείσουν τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι η πράσινη ενέργεια είναι μια συνωμοσία ενάντια στον αμερικανικό τρόπο ζωής. Έτσι, ο πολιτιστικός πόλεμος έχει γίνει ένα σημαντικό πρόβλημα για τη δράση για το κλίμα – ένα πρόβλημα που πραγματικά δεν χρειαζόμαστε αυτή τη στιγμή.

Είδαμε την επίδραση αυτής της αντιεπιστημονικής τάσης όταν έγιναν διαθέσιμα τα εμβόλια Covid: Ο εμβολιασμός ήταν δωρεάν για το κοινό, οπότε δεν υπήρχε οικονομικό κόστος για τα άτομα, ωστόσο θεωρήθηκε ευρέως ως κάτι που οι «ειδικοί» και οι φιλελεύθερες ελίτ ήθελαν να κάνετε. Ως αποτέλεσμα, οι Ρεπουμπλικάνοι αρνήθηκαν δυσανάλογα να εμβολιαστούν και είχαν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά θανάτων, πέρα και πάνω από αυτά που κανονικά θα περίμενε κανείς!

Αμφιβάλλει κανείς σοβαρά ότι παρόμοιες συμπεριφορές οδηγούν τους απλούς Ρεπουμπλικάνους να αντιταχθούν στη δράση για την κλιματική αλλαγή; Τις προάλλες, ο συνάδελφός μου David Brooks υποστήριξε ότι πολλοί Ρεπουμπλικάνοι αμφισβητούν την πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής και πιέζουν για ορυκτά καύσιμα ως έναν τρόπο να «προσβάλουν τις ελίτ». Έχει δίκιο. Κοιτάξτε την υστερική αντίδραση σε πιθανούς κανονισμούς σχετικά με τις «εστίες αερίου». Εδώ υπάρχει επίσης ένα κραυγαλέο στοιχείο πολιτιστικού πολέμου: «Οι ελίτ θέλουν να πάρετε μια επαγωγική εστία, αλλά οι πραγματικοί άνδρες μαγειρεύουν με αέριο».

———————–

Δημοσιεύτηκε στους New York Times, τον Σεπτέμβριο 2023.

Ο Paul Krugman είναι αρθρογράφος γνώμης από το 2000 και διακεκριμένος καθηγητής στο City University of New York Graduate Center. Κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών το 2008 για το έργο του για το διεθνές εμπόριο και την οικονομική γεωγραφία.