Στη συνέντευξή του με το clima21, ο Νίκος Μάντζαρης, αναλυτής πολιτικής και συνιδρυτής του Τhe Green Tank, αναλύει τη διασύνδεση των Ενεργειακών Κοινοτήτων με την πράσινη μετάβαση.

Λέγεται ότι οι Ενεργειακές Κοινότητες (ΕΚοιν) είναι αναπόσπαστος κρίκος για ένα δίκαιο μεταλιγνιτικό μέλλον. Ο όρος δίκαιο παραπέμπει στην διαμόρφωση εναλλακτικών λύσεων στην αποβιομηχάνιση κυρίως της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης. Πιστεύετε κι εσείς ότι η πράσινη μετάβαση μπορεί να γίνει κατά κύριο λόγο μέσα από τις ΕΚοιν; Κάποτε το ίδιο πιστεύαμε και για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, αλλά διαψευσθήκαμε. Στην Καρδίτσα επίσης, που ήταν πρωτοπόροι, δεν τα κατάφεραν.

Ν.Μ.: Η πρόκληση της «επόμενης μέρας» για τις λιγνιτικές περιοχές της χώρας είναι πολύ μεγάλη, καθώς οι τοπικές αυτές οικονομίες περιστρέφονταν για δεκαετίες και σε συντριπτικό βαθμό, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, γύρω από τη λιγνιτική δραστηριότητα. Ο όρος «Δίκαιη Μετάβαση» αναφέρεται σε έναν ευρύτερο μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου των λιγνιτικών περιοχών προς βιώσιμη κατεύθυνση με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, δεν περιορίζεται αποκλειστικά στον τομέα της ενέργειας, αλλά στοχεύει στην ανάπτυξη και άλλων τομέων της οικονομίας όπως του πρωτογενούς, της έρευνας και καινοτομίας, του τουρισμού κλπ. Άλλωστε αυτή η ποικιλία και το εύρος των οικονομικών δραστηριοτήτων που πρόκειται να αναπτυχθούν αντικατοπτρίζονται και στο Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης που καταστρώθηκε για αυτές τις περιοχές το 2020.

Ωστόσο, ο τομέας της ενέργειας είναι νευραλγικής σημασίας για τις λιγνιτικές περιοχές λόγω, μεταξύ άλλων, και του υψηλού επιπέδου τεχνογνωσίας και εξειδίκευσης του εργατικού της δυναμικού στον τομέα αυτό, ακριβώς εξαιτίας της πολυετούς παρουσίας της ΔΕΗ στην περιοχή. Επομένως η στροφή του τοπικού ενεργειακού μοντέλου από τον ρυπογόνο λιγνίτη προς καθαρές μορφές ενέργειας και υποδομές αποθήκευσης ενέργειας αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της μετάβασης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ενεργειακές κοινότητες έρχονται να διαδραματίσουν έναν κομβικό ρόλο, καθώς κάνουν την τοπική κοινωνία συμμέτοχη στη μετάβαση, παρέχοντας ταυτόχρονα και ένα δίχτυ προστασίας απέναντι στην ενεργειακή φτώχεια. Θα ήταν λάθος κάτι τέτοιο να συμβεί αποκλειστικά και μόνο με μεγάλα έργα, αφήνοντας τους πολίτες και τις τοπικές επιχειρήσεις εκτός ενεργειακής μετάβασης.   

Σε παλιότερα κείμενα του Green Tank βλέπουμε  ότι αυτή η επιλογή, η απολιγνιτοποίηση δηλ. μέσω ΕΚοιν, δεν προβλεπόταν  στο Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΣΔΑΜ) για τις λιγνιτικές περιοχές. Σήμερα αυτό έχει αλλάξει;

Ν.Μ.: Σωστά, αρχικά δεν υπήρχε καμία αναφορά στο ΣΔΑΜ σχετικά με ενεργειακές κοινότητες, κάτι το οποίο χαρακτηρίσαμε ως έλλειμμα ενός κατά τα άλλα γενικά καλού σχεδίου, από την αρχική διαβούλευση που έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 2020. Ευτυχώς αυτό άλλαξε στα λεγόμενα Εδαφικά Σχέδια Δίκαιης Μετάβασης (ΕΣΔΙΜ), η κατάρτιση των οποίων ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την αξιοποίηση των πόρων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Δίκαιης Μετάβασης. Το ίδιο έγινε και στο αντίστοιχο Πρόγραμμα Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΠΔΑΜ) 2021-2027 που αποτελεί ουσιαστικά το επιχειρησιακό πρόγραμμα υλοποίησης των ΕΣΔΙΜ.

Συγκεκριμένα προβλέπεται η οικονομική στήριξη ενεργειακών κοινοτήτων για κάλυψη τμήματος του κόστους εγκατάστασης συστημάτων αυτοπαραγωγής, θέρμανσης ή/και έργων ενεργειακής αναβάθμισης. Αυτές οι προβλέψεις έρχονται να καλύψουν πολύ ουσιαστικές δυσκολίες χρηματοδότησης ενεργειακών κοινοτήτων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που έχουν ως κύρια αποστολή την κάλυψη ιδίων ενεργειακών αναγκών των μελών τους μέσω αυτοπαραγωγής. Εκτός όμως από τις προβλέψεις σε επίπεδο σχεδιασμού, η ενίσχυση έργων αυτοπαραγωγής από ενεργειακές κοινότητες προχωρά πλέον και σε πιο πρακτικό επίπεδο.

Πιο συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο του 2023 δημοσιεύτηκε η πρώτη πρόσκληση για τέτοιου είδους έργα με ή χωρίς μπαταρίες αποθήκευσης και δικαιούχους δήμους και συναφείς φορείς αποκλειστικά στις υπό μετάβαση περιοχές της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των λιγνιτικών. Ωστόσο εμείς προτείναμε το πρόγραμμα να επεκταθεί πέρα από δήμους και σε πολίτες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς το ενδιαφέρον είναι αυξημένο και αυτές είναι κατηγορίες δικαιούχων που έχουν εν γένει πρόβλημα πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό για την υλοποίηση των έργων.

Από πολλές πλευρές διατυπώνεται η άποψη  ότι οι ενεργειακές κοινότητες δεν θα πρέπει να θεωρούνται ανταγωνιστικές ως προς τους «μεγάλους» ενεργειακούς παίχτες που θα επενδύσουν στις πρώην λιγνιτικές  περιοχές. Και όμως, υπάρχει εκ των πραγμάτων ανταγωνισμός σε ότι αφορά την πρόσβαση στον περιορισμένο ηλεκτρικό χώρο. Ή μήπως όχι;

Ν.Μ.: Έχει σημασία να γίνει μια σαφής διάκριση ανάμεσα σε δύο βασικές κατηγορίες ενεργειακών κοινοτήτων. Σε αυτές που έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα και λαμβάνουν ως τώρα λειτουργική ενίσχυση (εγγυημένη τιμή δηλαδή) για την ηλεκτρική ενέργεια που πωλούν στο δίκτυο και σε αυτές που δεν έχουν στόχο το κέρδος, δεν λαμβάνουν λειτουργική ενίσχυση και ο κύριος στόχος τους είναι να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες των μελών τους, αξιοποιώντας το εργαλείο του εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού (virtual net metering).

Τα έργα ενεργειακών κοινοτήτων της πρώτης κατηγορίας πληρώνονται από τον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ) του ΔΑΠΕΕΠ και υπό αυτή την έννοια από τους υπόλοιπους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας που εισφέρουν στον ΕΛΑΠΕ καταβάλλοντας το λεγόμενο Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ) στους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας. Προφανώς τέτοια έργα που λαμβάνουν εγγυημένη τιμή επιβαρύνουν περισσότερο τους υπόλοιπους καταναλωτές συγκριτικά με άλλα έργα ΑΠΕ, τα οποία «κλειδώνουν» τιμές αρκετά χαμηλότερες από τις εγγυημένες  μέσω ανταγωνιστικών διαδικασιών. Από την άλλη μεριά η δεύτερη κατηγορία έργων αυτοπαραγωγής από ενεργειακές κοινότητες δεν επιβαρύνει τους υπόλοιπους καταναλωτές της χώρας, καθώς τέτοια έργα δεν πληρώνονται από τον ΕΛΑΠΕ παρά μειώνουν το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας αποκλειστικά και μόνο για τα μέλη τους.

Με αυτή την έννοια, τα έργα αυτοπαραγωγής από ενεργειακές κοινότητες ανταγωνίζονται τόσο τα έργα ενεργειακών κοινοτήτων κερδοσκοπικού χαρακτήρα, καθώς και τα υπόλοιπα έργα ΑΠΕ από μεγάλους ενεργειακούς παίκτες -όπως λέτε- μόνο σε ό,τι αφορά τον ηλεκτρικό χώρο. Αλλά για να κατανοήσουμε το επίπεδο του ανταγωνισμού έχει σημασία να εξετάσουμε τα πραγματικά δεδομένα. Από τον ιδρυτικό νόμο των ενεργειακών κοινοτήτων το 2018 ως σήμερα έχουν συνδεθεί στο δίκτυο συνολικά 1178 MW, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων (1164 MW) είναι έργα τα οποία πωλούν την ηλεκτρική ενέργεια που παράγουν με εγγυημένη τιμή.

Αντίθετα, τα έργα αυτοπαραγωγής από ενεργειακές κοινότητες που λειτουργούν σήμερα είναι μόλις 14 ΜW. Aν μάλιστα συγκρίνουμε αυτά τα στοιχεία με το σύνολο της ηλεκτρισμένης ισχύος έργων φωτοβολταϊκών  (7087.5 MW), γίνεται σαφές ότι τα έργα αυτοπαραγωγής ενεργειακών κοινοτήτων δεν βρίσκονται σε κανέναν ουσιαστικό ανταγωνισμό όχι μόνο με «μεγάλους παίκτες», αλλά ούτε καν με μεσαίους. Άλλωστε, για τη «θεραπεία» αυτής της ανισορροπίας ανάμεσα σε έργα αυτοπαραγωγής και μεγαλύτερα εμπορικά έργα, είτε ενεργειακών κοινοτήτων κερδοσκοπικού χαρακτήρα είτε μεγάλων έργων ΑΠΕ,  ο πρόσφατος νόμος (5037/2023) δεσμεύει -και σωστά- ηλεκτρικό χώρο 2 GW αποκλειστικά για έργα αυτοπαραγωγής, συμπεριλαμβανομένων και τέτοιων έργων από ενεργειακές κοινότητες.

Η κατά προτεραιότητα πρόσβαση των ΕΚοιν στο δίκτυο και οι επιδοτήσεις (που στην περίπτωση των δημοτικών ΕΚοιν φτάνει έως και στο 100%) πώς εκφράζεται στη διαμόρφωση (καλύτερων;)  τελικών τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας  στην εσωτερική αγορά;

Ν.Μ.: Η επιδότηση έργων από ενεργειακές κοινότητες δήμων αφορά κυρίως έργα αυτοπαραγωγής και όχι εμπορικά έργα. Συνεπώς, δεν επηρεάζουν την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας άμεσα, παρά μόνο έμμεσα, μέσω της μείωσης της ζήτησης που καλύπτεται από συμβατικές μονάδες και μονάδες ΑΠΕ που πωλούν την ενέργεια που παράγουν.  Τέτοια έργα αυτοπαραγωγής συμβάλλουν στη μείωση του ενεργειακού κόστους των δήμων, συναφών φορέων και ευάλωτων νοικοκυριών. Επειδή ο σκοπός τους είναι αμιγώς κοινωφελής, σωστά θα έχουν προτεραιότητα πρόσβασης στο δίκτυο με βάση τα προβλεπόμενα στον νέο νόμο και σωστά λαμβάνουν χρηματοδοτήσεις από εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους για την υλοποίησή τους.

Ένα παράδειγμα: Τον Σεπτέμβριο του 2023 το Κοινοβούλιο επιβεβαίωσε την «έναρξη των διαπραγματεύσεων για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας σε μια προσπάθεια να ενισχύσει την προστασία των καταναλωτών έναντι των ασταθών τιμών, να διασφαλίσει το δικαίωμα επιλογής μεταξύ συμβάσεων σταθερών και δυναμικών τιμών και να απαγορεύσει την έγκριση μονομερών αλλαγών στους όρους των συμβάσεων». Πώς θα κινηθούν οι ΕΚοιν μέσα σε ένα τόσο δυναμικό τοπίο; Έχουν πράγματι τα μέσα;

Ν.Μ.: Κατά τη γνώμη μου το μέλλον του θεσμού των ενεργειακών κοινοτήτων βρίσκεται στην αυτοπαραγωγή για κάλυψη ιδίων αναγκών και όχι στα εμπορικά έργα, τα οποία λαμβάνουν λειτουργική ενίσχυση υψηλότερη από τις τιμές στις οποίες πωλούν την ηλεκτρική ενέργεια μεγαλύτερα έργα ΑΠΕ και ως εκ τούτου συμβάλλουν στην αύξηση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές. Πέρα από την αυτοπαραγωγή, οι ενεργειακές κοινότητες μπορούν στο μέλλον να παίξουν ρόλο και στην ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να αμβλυνθούν τα προβλήματα διαθεσιμότητας του δικτύου, αλλά και στην παροχή θέρμανσης στα μέλη τους όπως και σε έργα ενεργειακών αναβαθμίσεων κατοικιών. Για τους λόγους αυτούς υπάρχει η ανάγκη διαρκούς και επαρκούς ενημέρωσης ώστε οι πολίτες να δουν τα οφέλη και τις δυνατότητες του θεσμού ώστε να οχυρωθούν απέναντι σε κρίσεις και διακυμάνσεις τιμών.

Το τελευταίο διάστημα χρησιμοποιούνται ευρέως όροι όπως  «ενεργειακή φτώχεια», «ενεργειακή δημοκρατία», «ευάλωτα νοικοκυριά». Στον ιδρυτικό μάλιστα νόμο του 2018, οι ΕΚοιν θεσπίζονται «εν ονόματι της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας». Πιστεύετε ότι υπάρχει  όντως κάποιος αντικειμενικός ορισμός  για τις παραπάνω διατυπώσεις ή απλώς υποδηλώνουν μια ιδεολογική διαφοροποίηση;

Ν.Μ.: Ξεκινώντας από την ενεργειακή φτώχεια, θεωρώ ότι δεν είναι ούτε θεωρητικό ούτε ιδεολογικό ζήτημα. Αν και υπάρχουν διάφοροι δείκτες και διάφοροι ορισμοί, πρόκειται για ένα πραγματικό πρόβλημα που στην Ελλάδα μάλιστα είναι πιο έντονο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat και της έρευνας EU-SILC που διεξάγεται σε όλα τα κράτη μέλη, το 18.7% των νοικοκυριών στην Ελλάδα αδυνατούν να θερμάνουν επαρκώς το σπίτι τους, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος της ΕΕ-27 είναι 9.3%, ενώ το 34.1% έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λογαριασμούς κοινής ωφελείας με αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο το 6.9%.

Αυτά μπορούμε να τα δούμε και ως δείκτες των λεγόμενων «ευάλωτων νοικοκυριών» – μία κατηγορία που επίσης έχει διαφορετικούς ορισμούς αλλά μπορούμε σχηματικά να πούμε ότι η ευαλωτότητα των νοικοκυριών αποτυπώνεται σε συγκεκριμένα εισοδηματικά κριτήρια και ως εκ τούτου στη δυνατότητά τους να καλύπτουν τις βασικές ανάγκες τους. Αν μάλιστα το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως και με τα σωστά μέτρα πολιτικής, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να ενταθεί ακόμα περισσότερο. Το αποτέλεσμα θα είναι να ακριβύνει η χρήση ορυκτών καυσίμων σε αυτούς τους τομείς, επιβαρύνοντας έτσι περαιτέρω τα νοικοκυριά.

Ποια όμως πρέπει να είναι τα σωστά μέτρα πολιτικής που θα προλάβουν την όξυνση του προβλήματος της ενεργειακής φτώχειας στην Ελλάδα; Τα μέτρα σίγουρα πρέπει να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στη ρίζα του που δεν είναι άλλη από την εξάρτηση των νοικοκυριών από τα ορυκτά καύσιμα. Ενεργειακές αναβαθμίσεις, εξηλεκτρισμός της θέρμανσης με αντλίες θερμότητας, εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων αυτοπαραγωγής για κάλυψη ιδίων αναγκών με ή χωρίς μπαταρίες αποθήκευσης, αλλά και αλλαγές ενεργειακών συνηθειών είναι μερικά από τα βασικά μέτρα στα οποία πρέπει να διοχετευτούν δημόσιοι πόροι με προτεραιότητα τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά, προκειμένου να τα θωρακίσουν αποτελεσματικά απέναντι στις αυξανόμενες ενεργειακές τιμές, μειώνοντας ταυτόχρονα το ανθρακικό τους αποτύπωμα.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι ενεργειακές κοινότητες, λόγω της φύσης του θεσμού που εστιάζει στην κοινωνική αλληλεγγύη, μπορούν να βοηθήσουν ακόμα και τα πιο αδύναμα νοικοκυριά να υλοποιήσουν έργα τα οποία διαφορετικά δεν θα είχαν τη δυνατότητα να υλοποιήσουν. Την ίδια στιγμή, λόγω της θεσμικής υπόστασής τους, συμβάλλουν και στη δημιουργία ενός διαφορετικού ενεργειακού μοντέλου, με στοιχεία αποκέντρωσης και συμμετοχής των πολιτών τόσο στην παραγωγή ενέργειας όσο και στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Υπ’ αυτήν την έννοια, λειτουργούν ως μοχλός για την προώθηση της ενεργειακής δημοκρατίας. Επιπλέον, λόγω μεγαλύτερης κλίμακας, τα έργα που υλοποιούνται από ενεργειακές κοινότητες έχουν μικρότερο συνολικό κόστος εγκατάστασης για όλα τα μέλη της κοινότητας συγκριτικά με παρόμοια έργα που υλοποιούνται από μεμονωμένα νοικοκυριά. Συνεπώς, οι ενεργειακές κοινότητες έχουν σημαντικό ρόλο να παίξουν στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχιας. 

Με λίγα λόγια: ποιος είναι κατά τη γνώμη σας ο απολογισμός της 5ετίας;

Ν.Μ.: Ο ιδρυτικός νόμος του 2018 λειτούργησε σαν εφαλτήριο για την ανάπτυξη των ενεργειακών κοινοτήτων στην Ελλάδα. Δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητος απολογισμός η εγκατεστημένη ισχύς έργων από ενεργειακές κοινότητες να αγγίζει το 1/6 της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος φωτοβολταϊκών στην Ελλάδα. Δεδομένου ότι μέχρι στιγμής όλα αυτά τα έργα υλοποιήθηκαν με βάση τον ιδρυτικό νόμο, αυτός πρέπει να πιστωθεί την αδιαμφισβήτητη επιτυχία του θεσμού.

Από την άλλη μεριά, όμως, όπως συνέβη και με τον βασικό νόμο για την ανάπτυξη των ΑΠΕ στην Ελλάδα το 2010, δεν αποφεύχθηκαν στρεβλώσεις. Στην περίπτωση των ενεργειακών κοινοτήτων, η βασική στρέβλωση αντικατοπτρίζεται στην «πειρατεία» που δέχτηκε ο θεσμός από μικρο-μεσαίους παραγωγούς ΑΠΕ, οι οποίοι τον εκμεταλλεύτηκαν προκειμένου να παρακάμψουν τον ανταγωνισμό και να λάβουν πολύ υψηλές εγγυημένες τιμές, αποκομίζοντας σε πολλές περιπτώσεις και «ουρανοκατέβατα» κέρδη.

Ο νέος νόμος του 2023 επιχειρεί να διορθώσει μερικές από αυτές τις στρεβλώσεις προωθώντας μόνο έργα αυτοπαραγωγής και περιορίζοντας τη διανομή κερδών ανάμεσα στα μέλη ενεργειακών κοινοτήτων. Παρά το ότι κινούνται σε σωστή κατεύθυνση και στηρίζουν το θεσμό, αυτές οι αλλαγές έγιναν σε μια περίοδο που η έλλειψη ηλεκτρικού χώρου γιγαντώνεται και πλέον αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για την περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ συνολικά. Καθώς πλέον υπάρχει εμφανής ανταγωνισμός όσον αφορά στον ηλεκτρικό χώρο ανάμεσα σε διαφορετικές τεχνολογίες αλλά και διαφορετικής κλίμακας έργα ΑΠΕ, θα χρειαστούν ορισμένες τολμηρές επιλογές από την Πολιτεία.

Δεδομένου ότι όλο και περισσότεροι πολίτες αλλά και επιχειρήσεις συνειδητοποιούν ότι η αυτοπαραγωγή είναι ο καλύτερος τρόπος για τη μείωση του δυσβάστακτου κατά περιόδους ενεργειακού κόστους και συγκροτούν ενεργειακές κοινότητες, η Πολιτεία οφείλει να τους δώσει αυτή τη δυνατότητα εξασφαλίζοντας επαρκή ηλεκτρικό χώρο και θεσμοθετώντας κατάλληλα κίνητρα για την υλοποίηση των αντίστοιχων έργων.