Απόσπασμα από συνέντευξη του Ευάγγελου Βενιζέλου στην Οικονομική Επιθεώρηση και στους δημοσιογράφους Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη και Κωνσταντίνο Τσαλακό για την έννοια της πολιτικής προστασίας στην εποχή της κλιματικής κρίσης.

Να ξεκινήσουμε, μέρες που είναι, με τα απόνερα από τις φυσικές καταστροφές. Από το αίτημα προστασίας από τις νέες απειλές – γενικότερο αίτημα, βλέπουμε την Ευρώπη για παράδειγμα να πορεύεται προς Ευρωεκλογές ως «L’ Europe qui protège». Είχαμε νωρίτερα μια εκδοχή προστασίας από τον κορωνοϊό, τώρα ζήσαμε τη μη-προστασία από τις πλημμύρες, ήδη πιο σουρεαλιστικά είδαμε το στέγαστρο Καλατράβα. Λοιπόν… Τι προσδοκά ο πολίτης ως προστασία; Τι μπορεί να παρέχει το Κράτος;

Δεν θα άρχιζα από την έννοια της προστασίας, ξέρετε. Ούτε καν από την έννοια της ασφάλειας, παρότι ορίζω το Κράτος ως πάροχο ασφαλείας. Θα άρχιζα τη συζήτησή μας από την έννοια του κινδύνου. Πιο συγκεκριμένα, από την έννοια της διακινδύνευσης.

Δηλαδή από την αποδοχή της διακινδύνευσης στη σύγχρονη πραγματικότητα;

Για «κοινωνία της διακινδύνευσης», όπως ξέρετε, κάνουμε λόγο εδώ και δεκαετίες! Η σύγχρονη κοινωνία είναι κοινωνία της διακινδύνευσης από κάθε πιθανή άποψη. Τώρα, όμως, με την κλιματική κρίση, τι βλέπουμε; Ότι η έννοια της διακινδύνευσης έχει αποκτήσει πλέον αρχαϊκά χαρακτηριστικά.

Αρχαϊκά; Δηλαδή;

Αφορά πλέον η διακινδύνευση την ίδια τη σχέση μας με τη φύση. Είναι διαφορετικό να βιώνεις μια διακινδύνευση π.χ. στην ψηφιακή σφαίρα και να τίθεται ζήτημα κυβερνοασφάλειας, διαφορετικό να τίθεται ζήτημα διακινδύνευσης από το οργανωμένο έγκλημα, ή από μια εξωτερική απειλή στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων και διαφορετικό να έχεις «αντίπαλό» σου τη φύση.

Πιο βαρύ;                                  

Όλη η αλυσίδα – από τον κίνδυνο/τη διακινδύνευση στην ασφάλεια και την προστασία εν τέλει – αποκτά μια επικαιρότητα εμποτισμένη στα πιο παραδοσιακά στοιχεία. Το Κράτος γεννιέται και σταδιακά διαμορφώνεται ως κολοσσιαίος και σύνθετος μηχανισμός, που εξομαλύνει τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και – βέβαια – τη σχέση των ανθρώπων εν κοινωνία, με μορφές κοινωνικού συμβολαίου. Όμως… με τη φύση συμβόλαιο συνύπαρξης δεν υπάρχει! Δεν χωρεί. Επιβάλλεται ο σεβασμός της από τον άνθρωπο.

Οπότε αυτό αλλοιώνει και την έννοια του Κράτους;

Το Κράτος δοκιμάζεται στον πυρήνα και στην υπόστασή του όταν δεν μπορεί να προσφέρει πολιτική προστασία. Το Κράτος, βέβαια, δεν είναι σήμερα βεστφαλικό, κυρίαρχο, αλλ’ ένα «κράτος-μέλος» που χωρίς διεθνή και περιφερειακή συνεργασία δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην αποστολή του, οπότε πρέπει να κινηθεί στο  πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας και της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Μιλούμε όμως εν προκειμένω για ουσιώδεις λειτουργίες του Κράτους. Και σ’ αυτές το Κράτος δεν υποκαθίσταται από την ΕΕ ή από διεθνείς οργανισμούς. Αυτές του τις λειτουργίες θα πρέπει τελικά να τις ασκήσει το Κράτος. Στην άμυνα, για παράδειγμα, είναι καθοριστικός ο ρόλος του ΝΑΤΟ, υπάρχουν οι διμερείς συμμαχίες, η Ευρωπαϊκή Ένωση. όμως η αρμοδιότητα και η ευθύνη ανήκει αρχικά και τελικά στο Κράτος. Το ίδιο συμβαίνει και με τη δημόσια τάξη, το ίδιο λοιπόν και με την πολιτική προστασία. Από ένα αδιάφορο σημείο του οργανογράμματος των δημοσίων υπηρεσιών που ήταν η πολιτική προστασία τώρα έχει έρθει στο επίκεντρο.

Ένα κλασικό «ψυγείο»…

Ακριβώς. Η πολιτική προστασία ήταν η αμηχανία, το «ψυγείο» των δημοσίων υπηρεσιών. Τώρα όμως είναι το μείζον ζήτημα – και σαν τέτοιο αναγνωρίζεται.

Και αν αποκαρδιώνει το Κράτος σε αυτή την προσδοκία ασφαλείας, τι συμβαίνει;

Κρίση νομιμοποίησης. Οι όψεις της ασφάλειας είναι πάμπολλες: ασφάλεια στρατιωτική, αστυνομική, κοινωνική, με την έννοια του κοινωνικού κράτους, νομική, με την έννοια των εγγυήσεων του κράτους δικαίου. Όμως αυτό που συζητάμε είναι η ασφάλεια επιβίωσης, η βεβαιότητα ότι θα έχω νερό και άλλες βασικές παροχές! Άρα θα πρέπει να έχω υποδομές, οι οποίες δεν θα καταρρέουν. Πρέπει να έχω δρόμους και γέφυρες, μια σχέση με τα ύδατα – με τη θάλασσα, τα ποτάμια, τους χειμάρρους, τα ρέματα. Όλα αυτά πρέπει να τα ξαναδούμε.

Πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο εθνικό σχέδιο. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το κατά κυριολεξία εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης. Στο οποίο πρέπει να προσανατολιστεί και η διάθεση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, του ΕΣΠΑ, της ΚΑΠ, αλλά και του ΠΔΕ. Και προσέξτε, είναι και ένα πολύ μεγάλο επενδυτικό σχέδιο.

Δηλαδή μιλάτε για τη θετική πλευρά μιας μεγάλης αρνητικής εμπειρίας.

Πρώτα πρώτα είναι η πλευρά της πρόβλεψης. Αν δεν ελέγξεις τις υποδομές, την ανθεκτικότητα των δημοσίων αλλά και των ιδιωτικών υποδομών, δεν ξεκινάς καν. Μιλούμε για ένα πελώριο σχέδιο οικιστικής ανάπτυξης. Χωρίς επανέλεγχο των υποδομών, τι θα πει «θα ασφαλιστούν τα σπίτια»; Τι ασφαλίζεται, υπό ποιες προϋποθέσεις, σε ποια κατάσταση; Συνεπώς μιλούμε για συμμετοχή –ενεργότατη συμμετοχή – του ιδιωτικού τομέα, σε όλες τις εκδοχές του. Μιλάμε και για μια μείζονα νομική άσκηση.

Πρέπει να γίνουν κοινοπραξίες μεγάλων διαστάσεων με όλες τις μεγάλες ελληνικές εταιρείες που έχουν τεχνική ικανότητα και ξένες εταιρείες. Ύστερα, σειρά οργανωμένων και διαφανών υπεργολαβιών. Όμως, όλο αυτό είναι ένα μεγάλο, ενιαίο project.

Βεβαίως μπορεί να κάνει και ο Στρατός πράγματα. μπορεί να γίνουν παρεμβάσεις και με αυτεπιστασία από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, καθώς και παρεμβάσεις σωστικού χαρακτήρα. Επιμένω όμως, χρειάζεται αυτά να γίνουν μ’ έναν ενιαίο τρόπο, καθώς και με μια προοπτική. Να το πω χαρακτηριστικά: δεν γίνεται να αποκαθιστάς τη Βόρεια Εύβοια από την πυρκαγιά και να τη χάνεις ύστερα στην πλημμύρα!

—————

Φωτογραφία: Ολυμπία Κρασαγάκη