Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από το κεφάλαιο «Κλίμα και ενέργεια: κρίση και ευκαιρία», με συγγραφέα τον Κίμωνα Χατζημπίρο, και προέρχεται από τον συλλογικό τόμο «Στη δίνη των κρίσεων», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση (2023).

Θετικές συνέπειες

Κατά την βιομηχανική εποχή, η ενέργεια από ορυκτά καύσιμα αποτελεί τον ύψιστο πόρο αλλά και τον ύψιστο ρυπαντή. Πέρα από την επιβάρυνση του φαινομένου του θερμοκηπίου, με συνέπεια την κλιματική αλλαγή, η εξόρυξη, μεταφορά και κατανάλωση ορυκτών καυσίμων παράγει τοξικά καυσαέρια που επιδρούν στην ανθρώπινη υγεία και βλάπτουν οικοσυστήματα και μνημεία. Επίσης, προκαλείται έντονη ηχορρύπανση στις πόλεις. Σε περιοχές όπου παράγεται ηλεκτρισμός από κάρβουνο ή πετρέλαιο, καθώς και σε πόλεις με πολλά αυτοκίνητα, η επικίνδυνη ρύπανση από καπνό και σωματίδια, πτητικούς υδρογονάνθρακες, πετρελαιοειδή, μονοξείδιο του άνθρακα, διοξείδιο του θείου, οξείδια του αζώτου κ.λπ. αυξάνει την νοσηρότητα και την θνησιμότητα. Οι καθαρές τεχνολογίες παραγωγής ενέργειας έχουν ένα αρχικό κόστος αλλά πολλά μελλοντικά κοινωνικά οφέλη. Απαλλάσσουν το κλίμα από τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, τους ανθρώπους και τα οικοσυστήματα από την ρύπανση.

Τα ορυκτά καύσιμα είναι μη ανανεώσιμοι πόροι, η σπανιότητα και η ανομοιόμορφη κατανομή τους φέρνει αστάθεια και μεγάλες διακυμάνσεις τιμών. Η εξάρτηση από τόπους παραγωγής που συνιστούν αναξιόπιστες ή εχθρικές αγορές προκαλεί υψηλή αβεβαιότητα. Οι ΑΠΕ καταργούν την επώδυνη ενεργειακή εξάρτηση. Ακόμα και αν εισάγονται τα αναγκαία μηχανήματα, οι ΑΠΕ μπορούν να παράγουν επί πολλά χρόνια χρησιμοποιώντας δωρεάν εγχώρια πρώτη ύλη, ενώ τα ορυκτά καύσιμα χρειάζεται να εισάγονται συνεχώς για να καταναλώνονται.

Κερδισμένοι από το μετριασμό θα είναι τα φτωχά κράτη ή κοινωνικά στρώματα που θα υπέφεραν από μια έντονη κλιματική αλλαγή, η πλειονότητα των κατοίκων του πλανήτη που θα επωφεληθούν από καλλίτερο πλαίσιο ζωής και νέες οικονομικές και τεχνολογικές δυνατότητες, καθώς επίσης όσοι σπεύσουν να επενδύσουν στην πράσινη μετάβαση. Η ΕΕ, βλέποντας τα σοβαρά οικονομικά, πολιτικά και περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα, πρωτοπορεί στον σχετικό παγκόσμιο πολιτικό και τεχνολογικό ανταγωνισμό.

Απώλειες

Η πράσινη μετάβαση θα επιφέρει σοβαρές απώλειες στους παραγωγούς άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου, σε διυλιστήρια και λοιπές βιομηχανικές εγκαταστάσεις επεξεργασίας, καθώς και σε όλες τις  δραστηριότητες μεταφορών ορυκτών καυσίμων. Οι ζημιές έχουν ήδη εμφανισθεί στην παραγωγή άνθρακα, αναμένονται σύντομα στις δραστηριότητες πετρελαίου, ενώ θα έρθουν αργότερα και σταδιακά στις αντίστοιχες του φυσικού αερίου. Μερικές χώρες θα βρεθούν σε οικονομικά αδιέξοδα π.χ. πολλές περιοχές της Μέσης Ανατολής θα υποστούν εξαιρετική μείωση εισοδημάτων, αν δεν προσαρμοσθούν ταχύτατα σε δραστηριότητες ξένες προς το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.

Αναμένονται ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις, αφού η δημιουργία θέσεων εργασίας π.χ. σε μονώσεις κτηρίων ή εργοστάσια ημιαγωγών και ηλεκτρικών κινητήρων δεν είναι βέβαιο ότι θα αντισταθμίσει την σημαντική απώλεια θέσεων εργασίας π.χ. από κατάργηση εργοστασίων κινητήρων εσωτερικής καύσης, ανθρακωρυχείων ή πετρελαιοφόρων. Πάντως, η καταστροφή οικονομικού κεφαλαίου αναμένεται να είναι επώδυνη. Πολλές επιχειρηματικές δραστηριότητες θα καταρρεύσουν, όταν καταργηθούν οι τεράστιες επιδοτήσεις στα ορυκτά καύσιμα, που, σύμφωνα με μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, για το 2020 ανήλθαν σε 5,9 τρις δολάρια (6,8% του παγκόσμιου ΑΕΠ).

Η ΕΕ κατηγορείται ότι, με την Πράσινη Συμφωνία, προωθεί υπερβολικά γρήγορα τις ΑΠΕ και ότι στερείται συνεκτικής στρατηγικής. Ωστόσο, οι αντιρρήσεις καταρρίπτονται με οικονομικά επιχειρήματα. Σύμφωνα με την σοβαρότερη επιστημονική προσέγγιση για τα οικονομικά της κλιματικής αλλαγής (Έκθεση Stern), επιβάλλεται γρήγορη δράση, διότι όταν εμφανισθούν οι βλάβες, θα είναι ήδη πολύ αργά. Το οικονομικό κόστος μιας ανεξέλεγκτης κλιματικής αλλαγής αντιστοιχεί σε κλίμακα παγκοσμίου πολέμου. Φτωχότερες χώρες και περιφέρειες θα υποφέρουν περισσότερο και νωρίτερα. Το κόστος σταθεροποίησης των αερίων θερμοκηπίου εκτιμάται στο επίπεδο του 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ ετησίως, μέχρι το 2050. Κάθε καθυστέρηση αναβάλλει την σταθεροποίησή τους και επιτείνει τις οικονομικές συνέπειες. Επομένως, η επισπεύδουσα πολιτική της ΕΕ δικαιώνεται από τα δεδομένα.

Προβάλλεται επίσης ότι η πράσινη μετάβαση στοιχίζει πολύ και επιχειρείται να τρομοκρατηθεί η μεσαία τάξη, με φόβητρο την ενεργειακή φτώχεια. Η ενέργεια θα είναι όντως ακριβότερη. Είναι αδύνατον να εξασφαλισθούν πράσινη μετάβαση, ενεργειακή ασφάλεια και φθηνές τιμές ταυτόχρονα. Έχει παρέλθει η εποχή όπου ο παραγόμενος από κάρβουνο ηλεκτρισμός, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο ήταν φθηνά αγαθά. Αυτό συνέβαινε επειδή το εξωτερικό κόστος για κλίμα, περιβάλλον, υγεία και εξάρτηση δεν πληρωνόταν. Η ενεργειακή φτώχεια πρέπει να αντιμετωπισθεί με ειδικά μέτρα για τους αδύναμους, όχι με φθηνές τιμές ενέργειας για όλους. Πάντως, η κλιματική κρίση έχει προτεραιότητα, αφού η καθυστέρηση στην αντιμετώπισή της θα στοιχίσει περισσότερο. Σύμφωνα με την θεμελιώδη αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», το κόστος θα επιβαρύνει τους καταναλωτές.

Ευκαιρίες

Η πράσινη μετάβαση δίνει ισχυρή ώθηση στην καινοτομία, ανανέωση στην οικονομία και τεχνολογική ηγεμονία σε όσες χώρες την αξιοποιήσουν. Αναπτύσσονται νέες ήπιες και έξυπνες τεχνολογίες για παραγωγή από ΑΠΕ, για μεταφορά και αποθήκευση ηλεκτρισμού, για πράσινα καύσιμα, όπως υδρογόνο κ.α. Η καινοτομία συνιστά βασικό λόγο για τον οποίο η ΕΕ επιταχύνει την ενεργειακή μετάβαση. Η κλιματική και η ενεργειακή κρίση συνδυάζονται και η αντιμετώπιση πρέπει να είναι ενιαία. Πάντως,  πρόκειται για μακροχρόνιο στοίχημα που απαιτεί μεγάλη και επίμονη διεθνή πολιτική.

Προηγούμενες ενεργειακές μεταβάσεις χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες, σήμερα όμως η πρόκληση είναι πρωτοφανής σε μέγεθος και ταχύτητα. Μπορεί να αντιμετωπισθεί χάρη στην πρόοδο της τεχνολογίας, αλλά, αναπόφευκτα θα συνοδευθεί από παράλληλη δημιουργική καταστροφή κεφαλαίου.

Η επιταχυνόμενη πράσινη μετάβαση συμβάλλει καθοριστικά σε ανανέωση του αναπτυξιακού μοντέλου. Πολλές κυβερνήσεις και διακρατικοί οργανισμοί διαμορφώνουν ευνοϊκά θεσμικά πλαίσια. Η επιχειρηματικότητα μάλλον θα γίνει ο αποφασιστικός παράγων, αφού ο διεθνής χρηματοπιστωτικός τομέας, μπροστά σε ένα νέο κόσμο ευκαιριών για πράσινους επενδυτές, κινητοποιεί τεράστια κεφάλαια. Οι  ιδιώτες, βλέποντας νέες προοπτικές, σπεύδουν. Η πράσινη μετάβαση αρχίζει να διαμορφώνει επενδυτική κοσμογονία στις περισσότερες χώρες, ως μονόδρομος προς μελλοντική οικονομική μεγέθυνση. Θεωρείται η μεγαλύτερη επενδυτική ευκαιρία από την εποχή εκκίνησης του διαδικτύου. Ο κόσμος πιθανώς βρίσκεται στην αρχή μιας μαζικής βιώσιμης αναπτυξιακής τάσης διαρκείας δεκαετιών. Η οικονομία χωρίς άνθρακα δεν είναι πλέον ζήτημα ακτιβιστών αλλά πρόκληση για ανταγωνιστικότητα. Δημιουργούνται ευκαιρίες επενδύσεων τρισεκατομμυρίων δολαρίων για παραγωγή από ΑΠΕ, εξηλεκτρισμό, μοντέρνα δίκτυα, αποθήκευση ενέργειας, κτήρια ενεργειακά αποδοτικά. Σε έκθεσή του (2021), ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (International Energy Agency, IEA) παρουσιάζει ένα συνεκτικό οδικό χάρτη προς την κοινωνία μηδενικών εκπομπών άνθρακα του 2050, η οποία θεωρείται αναγκαία για τον περιορισμό της παγκόσμιας θέρμανσης στον 1,5ο Κελσίου. Απαιτούνται θεμελιώδεις οικονομικές αλλαγές για μείωση του σημερινού υψηλού επιπέδου εκπομπών.

Ο IEA δηλώνει ότι νέες επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα είναι ασύμβατες με τους κλιματικούς στόχους, αντ’ αυτών χρειάζονται μαζικές επενδύσεις σε συγκεκριμένες πράσινες δραστηριότητες. Σε ό,τι αφορά την παραγωγή ενέργειας, το σενάριό του προβλέπει για το 2050 την παραγωγή ηλεκτρισμού κατά 90% από ΑΠΕ, με τα αιολικά και φωτοβολταϊκά να συνεισφέρουν το 70%. Ο ρυθμός εγκατάστασης χρειάζεται να έχει πολλαπλασιασθεί επί 3 το 2030 και επί 9 το 2050. Υποδομές, με εξελιγμένα δίκτυα, απαραίτητα για αξιόπιστη και ευέλικτη μεταφορά ηλεκτρισμού, θα απαιτήσουν το 25% της αναγκαίας ετήσιας επένδυσης των 4 τρις δολαρίων. Η αποθήκευση ενέργειας πρέπει να έχει αυξηθεί 80 φορές το 2050, το κόστος των μπαταριών μειώνεται συνεχώς, μεγάλες δυνατότητες αποθήκευσης προσφέρει το πράσινο υδρογόνο, όπως και η αντλησιοταμίευση σε ορισμένες χώρες.

Το 2050, το μέγεθος της παγκόσμιας οικονομίας εκτιμάται ότι θα έχει διπλασιασθεί και 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι θα έχουν προστεθεί στον πληθυσμό, αλλά οι ενεργειακές ανάγκες θα έχουν μειωθεί κατά 8%, λόγω αύξησης της ενεργειακής αποδοτικότητας. Ο κρισιμότερος τομέας είναι τα κτήρια, που πρέπει να απορροφήσουν το 25% των επενδύσεων. Τα κτήρια μηδενικής κατανάλωσης ενέργειας, που αντιπροσωπεύουν σήμερα λιγότερο από 1%, θα πρέπει να φθάσουν, κατά τον IEA, το 85% το 2050. Οι αντλίες θερμότητας, που αυξάνουν σημαντικά την ενεργειακή αποδοτικότητα, πρέπει να δεκαπλασιασθούν μέχρι το 2050, φθάνοντας τα 1800 εκατομμύρια. Στην ΕΕ, τα κτήρια καταναλώνουν το 40% της συνολικής ενέργειας και τα 2/3 εξ αυτών έχουν χαμηλή ενεργειακή απόδοση. Σημαντική εξοικονόμηση προκύπτει και με υποκατάσταση πολλών ενεργειοβόρων συμβατικών δραστηριοτήτων από συστήματα πληροφορικής και επικοινωνιών.

Το ποσοστό αυτοκινήτων που κινούνται με ηλεκτρισμό ή κυψέλες υδρογόνου πρέπει να φθάσει, κατά τον IEA, από το 1% (των 1400 εκατομμυρίων αυτοκινήτων) στο 20% το 2030 και σχεδόν στο 90% το 2050. Ανάλογη αλλαγή αναμένεται στα φορτηγά και στα λεωφορεία. Οι μεγαλύτερες συμβατικές αυτοκινητοβιομηχανίες ανακοινώνουν ότι θα δαπανήσουν πολλά δισεκατομμύρια τα επόμενα λίγα χρόνια για να επιταχύνουν την ηλεκτροκίνηση των οχημάτων και να προλάβουν τους ανταγωνιστές τους, σε έναν ταχύτατα αναπτυσσόμενο τομέα. Για τα πλοία και τα αεροπλάνα, η μελλοντική πρόωση με υδρογόνο, συνθετικά πράσινα καύσιμα, βιοαέριο, ίσως και ΑΠΕ, γίνεται σταδιακά σημαντικό στοιχείο ανταγωνισμού, δημιουργώντας νέες εμπορικές ευκαιρίες.

Περιοριστικός παράγων για την πράσινη μετάβαση είναι η στενότητα υλικών. Η έντονη ζήτηση ημιαγωγών οδήγησε διεθνώς σε έλλειψη, με αποτέλεσμα ήδη να ετοιμάζονται εργοστάσια στην ΕΕ που θα κατασκευάζουν εξαρτήματα στρατηγικής σημασίας. Εκτιμάται ότι τα επόμενα χρόνια η ζήτηση για μέταλλα, όπως λίθιο, κοβάλτιο, χαλκός και νικέλιο, θα αυξηθεί κατακόρυφα, ενώ θα απαιτηθούν επίσης μεγάλες ποσότητες σπάνιων γαιών, πυριτίου, αργύρου, ψευδαργύρου, σιδήρου, αλουμινίου κ.α. Η εξάρτηση που δημιουργεί η προμήθεια των υλικών από τα ανά τον κόσμο ορυχεία θα είναι έντονη αλλά όχι διαρκής, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τα ορυκτά καύσιμα. Σημαντικό ποσοστό των αναγκών θα κληθεί να καλύψει η ανακύκλωση, οι ανάγκες της αγοράς θα επιβάλουν εκτεταμένη ανακύκλωση συσκευών. Ήδη, ο αριθμός των παλιών κινητών τηλεφώνων και ηλεκτρονικών υπολογιστών σε όλο τον πλανήτη είναι τεράστιος.

Κίμων Χατζημπίρος