Ο Αϊνστάιν έλεγε ότι αν εξαφανιστούν οι μέλισσες θα εξαφανιστεί και η ζωή πάνω στη Γη. Όχι γιατί δεν θα έχουμε μέλι, αλλά γιατί θα σταματήσει η επικονίαση βασικών φυτών για τη διατροφή.

Το παράδειγμα αυτό από τον φυσικό κόσμο μεταφέρει στον τρόπο λειτουργίας της σύγχρονης οικονομίας και καταναλωτικής κοινωνίας ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ στο βιβλίο του Τι να κάνουμε, (εκδ. Κέδρος, 2010, μετάφραση Μελίττα Γκουρτσογιάννη) προτείνοντας μια νέα πολιτική προσέγγιση. Το σχετικό απόσπασμα δημοσιεύουμε στη συνέχεια:

… Πρέπει να μετασχηματίσουμε πλήρως το μοντέλο παραγωγής, τον τρόπο που ορίζουμε την οικονομική μεγέθυνση, τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη σχέση μεταξύ οικονομίας και κοινωνίας. Δεν προτείνουμε όμως την κρατικοποίηση της οικονομικής παραγωγής: πρέπει να την μετασχηματίσουμε. Να μετασχηματίσουμε τον  μηχανισμό της βιομηχανικής παραγωγής, ν’ αλλάξουμε τον τρόπο που ζούμε και καταναλώνουμε. Σε αυτό ακριβώς το σημείο είμαι ταυτόχρονα μεταρρυθμιστής και ριζοσπάστης! Αντίθετα με εκείνους που μιλάνε για απόλυτη απο-ανάπτυξη, προτιμώ να μιλάω για επιλεκτική αποανάπτυξη. Έδωσα το παράδειγμα της αυτοκινητοβιομηχανίας: δεν εύχομαι την εξαφάνιση του αυτοκινήτου, αλλά έναν μετασχηματισμό της βιομηχανίας αυτοκινήτων που θα ποντάρει στην τεχνολογική καινοτομία. Το ίδιο και για τον τομέα της κατοικίας, που μπορεί και πρέπει να αναπτύξει σε μεγάλη κλίμακα κατασκευαστικές τεχνικές χρησιμοποιώντας οικολογικές πρώτες ύλες, μονώσεις και θέρμανση που θα εξοικονομούν ενέργεια, κατασκευές ενταγμένες σε έναν πολεοδομικό σχεδιασμό που θα σέβεται την φυσική κληρονομιά και με συναίσθηση των περιορισμών της συλλογικής ζωής.

Και είναι αυτονόητο ότι, πέρα από αυτούς τους τομείς, χρειαζόμαστε μαζικές επενδύσεις στην παιδεία και στην έρευνα, όπως επίσης και στην επαγγελματική επιμόρφωση και στην επανένταξη ατόμων, επενδύσεις απαραίτητες για έναν τέτοιο αναπροσανατολισμό της οικονομίας. Να ποιος πρέπει να είναι, κατά τη γνώμη μου ο προσανατολισμός αυτού που λέμε Green Deal, η πράσινη ανασυγκρότηση της οικονομίας, ανάλογη με το New Deal  του Ρούσβελτ που επέτρεψε την έξοδο από την μεγάλη ύφεση του 1929, αλλά ακόμη ευρύτερη.

Όσο για τη χρηματοδότηση, νομίζω ότι πρέπει να επεξεργαστούμε χρηματοδοτήσεις τοπικές ή εθνικές για πειραματικά έργα, καθώς και χρηματοδοτήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πλαισιωμένη από ένα «Ευρωπαϊκό Γραφείο για τον Μετασχηματισμό της Οικονομίας». Αυτό το Γραφείο θα έχει ως αποστολή να προωθήσει και να ενθαρρύνει την μελέτη έργων, να επεξεργαστεί και να ξεκινήσει προγράμματα και προ πάντων να παρακολουθεί, ώστε το χρήμα που επενδύεται να μην κατασπαταλάται, αλλά να έχει αποτέλεσμα όσον αφορά τις μετατροπές στον βιομηχανικό, αγροτικό και τριτογενή τομέα. Αλλά πάνω απ’ όλα, να επιδιώκει την ενεργό συμμετοχή ολόκληρης της κοινωνίας των πολιτών στον έλεγχο αυτών των κονδυλίων.

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να φανταστούμε ένα είδος σήμανσης αυτών των έργων, βάζοντας στο παιχνίδι τους τοπικούς εκλεγμένους αντιπροσώπους, τους συνεταιρισμούς και τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Νομίζω ότι ούτε το κράτος ούτε οι επιχειρήσεις έχουν τα απαραίτητα προσόντα για ν’ αναλάβουν τέτοια καθήκοντα. Το παράδειγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι αυτό της αναδάσωσης: Γιατί μετά την καταιγίδα του 2009 στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας καταστράφηκε μια τόσο μεγάλη ποσότητα δέντρων; Γιατί από τον καιρό του Ναπολέοντα ΙΙΙ φυτεύουμε πεύκα. Το πεύκο και ο ευκάλυπτος είναι οι δύο κατάρες της αναδάσωσης: μεγαλώνουν πιο γρήγορα, αλλά είναι και τα πιο ευάλωτα είδη δέντρων. Οι ΜΚΟ κατέχουν μια έγκυρη εξειδικευμένη γνώση σε όλα αυτά τα ζητήματα. Μπροστά στην ανικανότητα του κράτους να σταθεί διαιτητής ανάμεσα σε ορισμένα ιδιωτικά συμφέροντα και στο συμφέρον ολόκληρης της κοινότητας, νομίζω ότι πρέπει να δώσουμε πολιτικό ρόλο στις ΜΚΟ. Ενσαρκώνουν μια πραγματικά εναλλακτική εξουσία, που φέρει ένα όραμα για το γενικό συμφέρον. Τέλος, στο βαθμό που οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, οι εξειδικευμένες ΜΚΟ και οι τοπικές αρχές προσφέρουν από κοινού την έγκυρη τεχνογνωσία τους, η Ευρώπη θα μπορούσε και πάλι ν’ αποκτήσει ρόλο στον περιβαλλοντικό και κοινωνικό πειραματισμό και μια νέα αποστολή στο ζήτημα της κοινωνικής προστασίας.

Πρέπει όμως να έχουμε το θάρρος να πούμε ότι ένα μεγάλο μέρος της βιομηχανικής δραστηριότητας, τουλάχιστον αυτής που υπάρχει σήμερα, είναι καταδικασμένη να εξαφανιστεί σε ένα πολύ κοντινό μέλλον. Δεν λέω ότι δεν είναι θεμιτό να υπερασπίζεται κανείς την εργασία του. Αλλά με ανησυχεί σοβαρά που σπαταλάμε δισεκατομμύρια για να περισώσουμε κάποιες θέσεις εργασίας αντί να καταστρώσουμε τα σχέδια για ριζική μεταμόρφωση της οικονομικής δραστηριότητας. Τα κονδύλια πρέπει να χρησιμοποιούνται και για τη βοήθεια προς τους εργαζομένους προκειμένου ν’ αλλάξουν το επαγγελματικό τους αντικείμενο. Για να υπάρξει μεταμόρφωση πρέπει να δοθεί η ευκαιρία στους μισθωτούς ν’ αναβαθμίσουν το επίπεδο της παιδείας και της επαγγελματικής τους κατάρτισης, χωρίς απώλεια εισοδήματος, γιατί δεν ήταν αυτοί οι υπεύθυνοι για την πτώχευση της εταιρείας όπου εργάζονταν.

Για ν’ ανταποκριθούμε σε αυτή τη θεαματική αύξηση της ζήτησης για επιμόρφωση, θα μπορούσαμε σε αυτή την μεταβατική περίοδο να προβλέψουμε ένα είδος προσωρινού μισθού για τα εκατομμύρια των εργαζομένων στην αυτοκινητοβιομηχανία και στους άλλους ευάλωτους βιομηχανικούς κλάδους τομείς της Ευρώπης, που θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από έναν αναδιανεμητικό μηχανισμό σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που οι ευρωπαϊκοί θεσμοί γνωρίζουν πολύ καλά μέσω των κοινοτικών ταμείων όπως π.χ. το FEDER. Έτσι οι δημόσιες αρχές (τα κράτη ή η Ευρωπαϊκή Ένωση ) θα μπορούσαν να καλύπτουν τους μισθωτούς της Ρενώ, της Φολκσβάγκεν, της Βόλβο κλπ. για να μάθουν να κάνουν κάποια άλλη δραστηριότητα. Τελικά, αυτό που χρειάζεται είναι να συνδέσουμε τη διαδικασία της μακροπρόθεσμης επιμόρφωσης με την άμεση διαχείριση των επιπτώσεων της καταστροφής στην πραγματική οικονομία.

Ένας άλλος δρόμος είναι επίσης να ενδιαφερθούμε για το πολύ σημαντικό δυναμικό των επαγγελμάτων κοινωνικής ωφέλειας. – ιδιαίτερα στην παροχή εξατομικευμένων προσωπικών υπηρεσιών, αν αποδεχτούμε επιτέλους ότι δεν χρειάζεται να κλείνουμε τους ανθρώπους σε άκαμπτες κατηγορίες. Υπάρχει απόθεμα ανθρώπινων πόρων με μεγάλες ικανότητες που το ταιϋλορικό μας σύστημα, δέσμιο του παραγωγισμού, επιμένει να αγνοεί, γιατί δεν χωράει ποτέ στα κουτάκια που επιβάλλει.

Νέα οικολογικά δεδομένα: H μέλισσα και το ηλιοτρόπιο

Η οικολογική προσέγγιση αλλάζει λοιπόν ριζικά την αντίληψη για την παραγωγή, την κοινωνία, την εργασία, την αλληλεγγύη, τα αγαθά και τις υπηρεσίες που τώρα πια μια εξελιγμένη κοινωνία οφείλει να έχει θέσει στον εαυτό της ως κατεπείγοντες στόχους. Γιατί όλες αυτές οι εξελίξεις θα πρέπει να υπακούνε σε μια αδιαπραγμάτευτη επιταγή: τη διαφύλαξη του βιώσιμου χαρακτήρα της βιόσφαιράς μας, –με την κυριολεκτική σημασία του όρου, δηλαδή κατοικήσιμου – σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Δεν πρόκειται για έναν απλό συμβιβασμό ανάμεσα σε έναν αμετακίνητο τρόπο οικονομικής αντίληψης και κάποιες νέες εξω-οικονομικές επιταγές, συμπεριφορές και επιδιώξεις. Δεν θα οδηγηθούμε πουθενά αν διατηρήσουμε την ίδια βιομηχανική οικονομία και απλώς την διανθίσουμε με μια οικολογία διακοσμητική. Πρέπει να επαναστατικοποιήσουμε αυτόν καθεαυτόν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την έννοια της οικονομίας, της απασχόλησης και του πλούτου που πηγάζει από αυτές.

Σε πρώτη ματιά, αυτό μοιάζει απλώς να επιβαρύνει το κόστος παραγωγής και νομίζω ότι ακούω ήδη τους οικονομολόγους του παραγωγισμού και τους πολιτικούς χωρίς φαντασία να κραυγάζουν ότι έτσι δολοφονούμε την οικονομία και καταδικάζουμε τους εργαζόμενους στην ανεργία. Στην πραγματικότητα μιλάμε για την αντίληψη ότι πρέπει να υπολογίσουμε τον πραγματικό πλούτο που η ανθρωπότητα είναι πια ικανή να παράγει μέσω των συλλογικών δράσεων και αλληλεπιδράσεων. Και ακριβώς σε αυτό το πεδίο παρεμβαίνει μια ολιστική οικολογική λογική, που προωθεί μια βαθιά μεταμόρφωση της κοινωνίας και του σύγχρονου καπιταλισμού και δεν καταλήγει στην αποθάρρυνση και στην καταστροφολογία, αλλά στέλνει μήνυμα ελπίδας και αλλαγής.

Γι’ αυτό πρέπει να τροποποιήσουμε ριζικά τα κλασικά κριτήρια της παραγωγικότητας, της κερδοφορίας, του κόστους, των τιμών, καθώς και την αντίληψή μας για ρυθμίσεις, όπως τα κίνητρα για τους οικονομικούς παράγοντες. Χρειαζόμαστε νέους δείκτες μέτρησης του πλούτου, όπως λέει ο Patrick Viveret, και γι’ αυτόν το σκοπό πρέπει να τροποποιήσουμε σε βάθος τους τρέχοντες οικονομικούς δείκτες. Για παράδειγμα, το ΑΕΠ μετράει τις οικολογικές και κοινωνικές βλάβες ως παραγωγικές, από τη στιγμή που τις αναλαμβάνει ο κλασικός εμπορικός τομέας, (τα τροχαία ατυχήματα δίνουν δουλειά στους μηχανικούς των γκαράζ, στους φαναρτζήδες και δυστυχώς και στα νοσοκομεία), αλλά θεωρεί πολλές δαπάνες για επαγγελματική επιμόρφωση ως μη παραγωγικές, ενώ πρόκειται για επενδύσεις εντελώς απαραίτητες. Υπό την πίεση οικονομολόγων όπως ο Αμάρτυα Σεν, τα Ηνωμένα Έθνη ήδη θέσπισαν έναν δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης (IDH) που περιλαμβάνει το μορφωτικό επίπεδο, την ποιότητα ζωής, την υγεία… Τα στατιστικά εργαλεία λοιπόν υπάρχουν και είναι καιρός να τα θέσουμε σε εφαρμογή όταν αποτιμούμε τον πλούτο.

Κατά παράδοξο τρόπο, ένα τμήμα του σύγχρονου καπιταλισμού αντιλήφθηκε αυτές τις «θετικές εξωτερικότητες» και μάλιστα προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τον πλούτο που κρύβεται στις συνεργασίες μέσω δικτύων που παρατηρούνται π.χ. στην κυκλοφορία των πληροφοριών και των γνώσεων στο Διαδίκτυο. Οι πιο μοντέρνες επιχειρήσεις σήμερα καταφεύγουν στη συλλογική ευφυΐα που την εκμεταλλεύονται με τεχνικές που ονομάζονται data mining, crowd sourcing, κλπ. Αυτή η ιδέα βασίζεται στη διαπίστωση ότι σήμερα ο παραγόμενος πλούτος δεν περιορίζεται μόνο μέσα στους τέσσερις τοίχους των επιχειρήσεων και στην εργασία με τη στενή έννοια. Σύμφωνα με τον παραδοσιακό τρόπο σκέψης, η οικονομική δραστηριότητα περιγράφεται με μια μεταφορά από την εντομολογία: ο εργατικός μέρμηγκας που αποταμιεύει και ο ανέμελος τζίτζικας που διασκεδάζει και σπαταλά. Έχω την εντύπωση ότι οι περισσότεροι οικονομολόγοι, τουλάχιστον αυτοί που συμβουλεύουν τους ηγέτες, δεν έχουν ξεφύγει από αυτό τον διπολισμό που αναφέρεται στον ζωικό κόσμο και την ηθική: αποταμίευση και κατανάλωση σε γερές δόσεις σε ατομικό και σε εθνικό επίπεδο. Υπό αυτό το πρίσμα η εργασία είναι χάσιμο χρόνου και δεν αξίζει παρά μόνο για τα έσοδα που αποφέρει και τα αγαθά και τις υπηρεσίες που μας επιτρέπει ν’ αγοράσουμε.

Στις ανθρώπινες κοινωνίες όπως οι δικές μας, διαφοροποιημένες σε μεγάλο βαθμό και με συνείδηση της πολυπλοκότητας και του εύθραυστου ζωικού βασιλείου μέσα στο οποίο εξελισσόμαστε, αλλά και με συνείδηση της αφθονίας και της ευφυΐας των ανθρώπινων πόρων, πώς να εκτιμήσουμε τη δραστηριότητα που αναπτύσσεται και αυτήν που είναι χρήσιμο να ενθαρρύνουμε; Μου αρέσει πολύ η παρομοίωση που χρησιμοποιεί ο οικονομολόγος Yann Moulier-Boutang, ο οποίος θεωρεί ότι μάλλον θα έπρεπε να επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας σε κάποιο άλλο έντομο, εργατικό και πολύ συμπαθητικό: τη μέλισσα. Αν υιοθετήσουμε την κλασική άποψη της οικονομίας, δεν θα δούμε τη μέλισσα παρά μόνον ως παραγωγό μελιού, που αποτελεί την τροφή τη δική της και των νεογνών της και που το αποταμιεύει για χειρότερες μέρες. Η παραγωγή μελιού για το εμπόριο, με άλλα λόγια το «πλεόνασμα», δημιουργείται μόνον όταν ο μελισσοκόμος αφαιρεί κερήθρες από την κυψέλη και έτσι ξεγελάει τη μέλισσα, αφήνοντάς την να νομίζει ότι δεν έχει αρκετή τροφή και την υποχρεώνει να δουλεύει περισσότερο απ’ όσο θα δούλευε κανονικά. Όμως η αξία της μέλισσας δεν είναι η ικανότητά της να παράγει μέλι: είναι πάνω απ’ όλα η επικονίαση. Δηλαδή αποτελεί έναν απαραίτητο συνδετικό κρίκο στην αλυσίδα της αναπαραγωγής του φυτικού βασιλείου. Συλλέγοντας τη γύρη από κάθε φυτό, οι μέλισσες την διασκορπίζουν και γονιμοποιούν τα φυτά με τον ίδιο τρόπο που ο άνεμος και τα πουλιά μεταφέρουν τους σπόρους. Ο πολύπλοκος ρόλος αυτής της δραστηριότητας, απαραίτητης για τη βιόσφαιρα, είχε ήδη επισημανθεί από τον Άλμπερτ Αϊνστάϊν, ο οποίος εκτιμούσε ότι, αν εξαφανίζονταν οι μέλισσες από το πρόσωπο της γης, το ανθρώπινο είδος δεν θα μπορούσε να επιζήσει ούτε πέντε χρόνια. Οι μέλισσες σηματοδοτούν με τόσο κρίσιμο τρόπο την υποβάθμιση των εμβίων όντων, χλωρίδας και πανίδας, ώστε στις μεγάλες μητροπόλεις προσπαθούν να τις αναπαράγουν συστηματικά. Η δραστηριότητα αυτή των μελισσών είναι πολύ πιο σημαντική από την παραγωγή του μελιού. Σε αυτό το σημείο ξαναβρίσκουμε τις επιπτώσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας στο περιβάλλον: οι μέλισσες δεν μπορούν πια να επιτελέσουν το έργο της επικονίασης γιατί δηλητηριάζονται από τα χημικά λιπάσματα και τα εντομοκτόνα, από τη διασπορά των τοξικών μικρο-σωματιδίων, από τα χημικά παρασιτοκτόνα, από την αλόγιστη μεταφορά κάποιων ειδών φονικών μελισσών, από τη διασπορά των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων των οποίων αγνοούμε την μακρόχρονη επίδραση στα μαγνητικά πεδία που εξασφαλίζουν τον προσανατολισμό τους και τέλος  από τη δραστική μείωση της αγρανάπαυσης της γεωργικής γης για επικονίαση.

Για πολύν καιρό δεν λαμβάναμε υπόψιν την επικονίαση, αλλά η πρόσφατη μαζική καταστροφή μελισσιών – ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και την Ιαπωνία- μας επιτρέπει πλέον να σχηματίσουμε μιαν ιδέα πιο ξεκάθαρη για το οικονομικό κόστος ενός τέτοιου φαινομένου. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, η παραγωγή μελιού που διοχετεύεται στην αγορά αποφέρει περίπου 100 εκατομμύρια δολάρια, αλλά η ζημιά που προξενείται από την εξαφάνιση των μελισσών, που μεταφέρουν τη γύρη, στο 80% της παραγωγής φρούτων και λαχανικών έχει εκτιμηθεί στα 30 τρισεκατομμύρια δολάρια, χωρίς να υπολογίζουμε βεβαίως τις παράπλευρες απώλειες και τις επιπτώσεις στην άγρια χλωρίδα.

Στην Ευρώπη οι καλλιεργητές κατάλαβαν ότι η μείωση της απόδοσης στα φυτώρια των ηλιοτροπίων λόγω προβλημάτων στην επικονίαση ήταν καταστροφική και μεγαλύτερη από τα κέρδη που απέφερε η χρήση εντομοκτόνων. Οι επιπτώσεις αυτής της συγκεκριμένης μορφής μόλυνσης είναι σε ορισμένες περιοχές τόσο μεγάλη, ώστε να μπαίνει σε αμφισβήτηση η εμπορική αποδοτικότητα της σοδειάς που έβγαινε έως τώρα. Ο ρόλος της μέλισσας στη γεωργία είναι πραγματικά εντυπωσιακός: 100% για τα αμύγδαλα, 90% για τα μήλα, 50% για τα ροδάκινα, 20% για το βαμβάκι…Αν εξαφανιστούν οι μέλισσες σύντομα θα βρεθούμε σε πραγματική έρημο.

Προς μια «κοινωνία της γύρης»

Η μέλισσα αποτελεί ένα ζωντανό παράδειγμα για την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα: η αξία δημιουργείται από την ύπαρξη των μελισσών. Υπό αυτό το πρίσμα, μια νέα πολιτική οικολογία / οικονομία θα επικεντρώσει το ενδιαφέρον της κυρίως στη διαδικασία που προσομοιάζει με την επικονίαση. Μια διαδικασία που αντιπροσωπεύει αξία 350 έως 1000 φορές μεγαλύτερη από την αξία της παραδοσιακής οικονομίας της αγοράς. Και αυτό γιατί η οικονομία έχει αλλάξει, υπό την έννοια ότι ο πυρήνας κάθε οικονομικής  δραστηριότητας είναι πια οι ανταλλαγές, οι διαδραστικές ενέργειες. Η πιο πολλή δράση βρίσκεται πλέον στην κυκλοφορία και όχι στην παραγωγή ή στην κατανάλωση που συνοδεύει την παραγωγή. Σήμερα, για παράδειγμα, ο πλούτος μιας εταιρείας όπως η Google  δεν παράγεται κυρίως από τους 12.000 υπαλλήλους της και από τους 300.000 φορητούς υπολογιστές της, αλλά μάλλον από την «εργασία» που πραγματοποιούν οι 14.000.000 άνθρωποι, που κάθε δευτερόλεπτο κάνουν κλικ στις υπηρεσίες online και έτσι δημιουργούν δίκτυο. Αυτή είναι η ανθρώπινη δραστηριότητα  της «επικονίασης». Με παρόμοιο τρόπο, η General Motors, εδώ και μερικά χρόνια, δεν βγάζει πια τα κέρδη της από την πώληση αυτοκινήτων, αλλά από την πίστωση που προσφέρει στους πελάτες της και τους τόκους που εισπράττει. Με άλλα λόγια, το αυτοκίνητο έχει μετατραπεί σε «υποπροϊόν» της πίστωσης. Ακόμη ένα παράδειγμα σχετικό με την διανομή: Τα βασικά κέρδη του Carrefour βγαίνουν από την πίστωση και όχι από τα πωλούμενα προϊόντα. Ο πελάτης πληρώνει σε αληθινό χρόνο, αλλά το Carrefοur πληρώνει τους προμηθευτές του μετά από 24 ημέρες. Σε αυτό το διάστημα ο όμιλος διακινεί τα τεράστια αυτά ποσά μέσα στις χρηματοπιστωτικές αγορές με μεγάλο κέρδος. Η πραγματική οικονομία έχει «μολυνθεί» εντελώς από την άυλη οικονομία.

Ωστόσο το παράδειγμα της Google δεν με ικανοποιεί, γιατί αυτό το οικονομικό μοντέλο κατά κύριο λόγο απορροφά υποκειμενικές δράσεις ατόμων και συλλογικές παραγωγικές διαδικασίες προς όφελος μόνο μίας μεμονωμένης εταιρείας. Προτιμώ το παράδειγμα του ελεύθερου λογισμικού, που είναι βασισμένο στην ίδια αρχή της «επικονίασης», αλλά αντί αυτή τη διαδικασία να την οικειοποιείται μία μεμονωμένη εταιρεία, την επωφελείται το κοινωνικό σύνολο μέσω του προϊόντος της -του λογισμικού- που μπαίνει στην υπηρεσία του. Επωφελείται από τη συνεισφορά μεγάλου πλήθους προγραμματιστών και χρηστών που τελικά καταλήγει στη δημιουργία λογισμικών καλύτερης ποιότητας από την ποιότητα των λογισμικών επί πληρωμή.

Σε αναλογία με τη βιόσφαιρα, και η ανθρώπινη δραστηριότητα μέσα σε μια σύνθετη κοινωνία πρέπει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως μία κατάσταση γενικευμένης επικονίασης, δηλαδή ως το αποτέλεσμα πολλαπλών αλληλοεπιδράσεων που δημιουργούν πλούτο. Για παράδειγμα, ο κηφήνας δεν παράγει μέλι, δεν έχει κεντρί και κατά τα φαινόμενα δεν χρησιμεύει παρά μόνο για να τρομάζει παιδάκια και φοβητσιάρηδες ενήλικες. Και αυτός όμως συμμετέχει στη διαδικασία επικονίασης: είναι απαραίτητος για τον κύκλο της γονιμοποίησης. Απαραίτητος σε τέτοιο βαθμό, ώστε μέσα στα θερμοκήπια, τα πνιγμένα στα  εντομοκτόνα και τα φυτοφάρμακα, δεν είναι πια δυνατόν να λειτουργήσει η μεταφορά της γύρης. Με λίγα λόγια, οι κηφήνες μοιάζουν κάπως με τον ανενεργό πληθυσμό της κοινωνίας μας -ανέργους, συνταξιούχους, φοιτητές: η υλική παραγωγή τους είναι σχεδόν μηδαμινή, συμμετέχουν όμως στις διαδραστικές διαδικασίες, δημιουργούν δίκτυα, πληροφόρηση, κοινωνικούς δεσμούς. Θα ήταν παρακινδυνευμένο να τραβήξω την παρομοίωση μέχρι το σημείο να την θεωρήσω ολοκληρωμένο θεωρητικό μοντέλο, αλλά νομίζω ότι στη διάρκεια της ιστορίας της ανθρωπότητας σε ορισμένες πολύ γόνιμες εποχές, η διάχυση ιδεών, καινοτομιών, καλλιτεχνικών και πολιτιστικών κινημάτων μοιάζει πολύ με τη διαδικασία μεταφοράς γύρης μεταφρασμένη στην ανθρώπινη κλίμακα.

Νομίζω ότι ήρθε στ’ αλήθεια ο καιρός να αποδεχτούμε την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων κοινωνιών και να τις κατανοήσουμε ως σύνολα επηρεασμένα από τη διαδικασία «επικονίασης», από την δύναμη των θετικών εξωτερικών επιδράσεων, και όχι απλώς από τον κόσμο της αγοράς ή από τον πολλαπλασιασμό των αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων. Σε αυτή την «κοινωνία της γύρης», οι δημόσιες πολιτικές επιλογές δεν είναι δυνατόν να συρρικνώνονται σε επίπεδο αγοράς, ούτε να μετρώνται με μοναδική μεζούρα την παραγόμενη εμπορευματική αξία. Η διαδικασία της «επικονίασης» δεν πατάει στα χνάρια του βιομηχανικού παραγωγικού μοντέλου. Μπορούμε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες διατήρησής της, δηλαδή την αναπαραγωγή της με κλωνοποίηση, αλλά δεν μπορούμε να «παράγουμε» τη βιόσφαιρα, τα έμβια όντα, με τον ίδιο τρόπο που παράγουμε τόνους χάλυβα. Η φροντίδα του περιβάλλοντος, της βιόσφαιρας και της βιοποικιλότητας, με άλλα λόγια η διατήρηση και εξασφάλιση των συνθηκών για την ανάπτυξή τους, περιλαμβάνει την εξασφάλιση της «επικονίασης» μέσα στη φυσική βιόσφαιρα.

Άρα το ζήτημα που μπαίνει από τώρα αλλά και για το μέλλον, είναι να δώσουμε προτεραιότητα στην κοινωνική επικονίαση και τη συλλογική νοημοσύνη. Αν τις επεμβάσεις μας στη βιόσφαιρα και στη φυσική παραγωγή σκοπεύουμε να τις πραγματοποιήσουμε με φρόνηση, ευφυία και υπευθυνότητα, θα πρέπει μερικές φορές να θυσιάσουμε τα βραχυπρόθεσμα κέρδη και την οικονομική μεγέθυνση που γεννά κοινωνική δυσφορία και μη αναστρέψιμες βλάβες. Αυτή όμως η επιλεκτική απο-ανάπτυξη δεν νοείται παρά μόνον υπό την προϋπόθεση ενός ποιοτικού άλματος στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Η μεταφορική έννοια της «κοινωνίας της γύρης» παίζει λοιπόν σε δύο επίπεδα: Από τη μια, μας επιτρέπει να λάβουμε σωστά υπόψη μας τη φυσική λειτουργία της ανθρώπινης κοινωνίας, τόσο μέσα στο φυσικό, όσο και μέσα στο διανοητικό και πολιτιστικό της περιβάλλον. Από την άλλη μεριά, μας επιτρέπει να αντιληφθούμε εγκαίρως ενδεχόμενες δυσλειτουργίες και να μετασχηματίσουμε σε βάθος τα εργαλεία και τους στόχους που θέτει για τον εαυτό της η συλλογική δημόσια πρακτική.

Φωτο: Περιοδικό Orion