Η μειωμένη προβλεψιμότητα των εποχικών βροχοπτώσεων μπορεί να έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάλυση των κοινωνιών των Μάγια της Κλασικής Περιόδου, πριν από περίπου 1100 χρόνια. 

Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας νέας μελέτης του Ινστιτούτου Πότσνταμ για την Έρευνα Κλιματικών Επιπτώσεων (PIK) και του Πανεπιστημίου του Πότσνταμ. Η ερευνητική ομάδα μελέτησε τις παραλλαγές που βρέθηκαν στις «ταυτότητες» των  σταθερών ισοτόπων από έναν σταλαγμίτη που συλλέχτηκε σε μια σπηλιά κοντά στο Ουξμπένκα στο Μπελίζε, σημαντικό αρχαιολογικό τόπο στην καρδιά της περιοχής όπου άκμασε ο πολιτισμός των Μάγια. Οι αναλογίες ισοτόπων άνθρακα και οξυγόνου είναι ευαίσθητοι καταγραφείς της τοπικής και περιφερειακής δυναμικής των βροχοπτώσεων.

«Βασικό συστατικό για τη γεωργία των Μάγια ήταν η έγκαιρη άφιξη επαρκών βροχοπτώσεων. Η καλλιέργεια στην υποτροπική Κεντρική Αμερική είναι δύσκολη επειδή το γλυκό νερό είναι διαθέσιμο μόνο κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου των βροχών. Τυχόν αλλαγές στην έναρξη και την ένταση της περιόδου των βροχών μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις για τις κοινωνίες της Κεντρικής Αμερικής», υποστηρίζει ο Tobias Braun από το Ινστιτούτο του Πόνσνταμ για το Κλίμα (ΡΙΚ), επικεφαλής της ομάδας συγγραφέων της μελέτης που δημοσιεύτηκε στο Communications Earth & Environment. Ενώ οι περισσότεροι επιστήμονες συμφωνούν ότι οι επαναλαμβανόμενες έντονες ξηρασίες ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στον κατακερματισμό των αστικών κέντρων και την ανακατανομή των κοινωνιών των πεδινών Μάγια, μέχρι στιγμής έλειπαν στοιχεία σε εποχιακή χρονική κλίμακα. Και αυτό είναι ακριβώς το στοιχείο στο οποίο εστιάζει η μελέτη. Με μια ευέλικτη μέθοδο που ονομάζεται «Ανάλυση Υποτροπής», διαπιστώθηκε ότι η μειωμένη εποχιακή προβλεψιμότητα ήταν το στοιχείο που περιόρισε δραματικά την δυνατότητα προσαρμογής ενός κατά βάση γεωργικού πληθυσμού.

Στην περιοχή μελέτης, η άφιξη των καλοκαιρινών βροχών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη λεγόμενη Διατροπική Ζώνη Σύγκλισης (Intertropical Convergence Zone – ITCZ), μια περιοχή συνάντησης των βορειοανατολικών και νοτιοανατολικών εμπορικών ανέμων, που κατά καιρούς αλλάζει θέση, πλάτος και περιφερειακή δύναμη. Οι παρατηρούμενες αλλαγές στις εποχιακές βροχοπτώσεις θα μπορούσαν να προκληθούν από ένα λιγότερο σταθερό ITCZ, το οποίο δυσκόλεψε τους Μάγια να προβλέψουν την εποχιακή βροχή από το ένα έτος στο άλλο.

«Η αδυναμία εξασφάλισης επαρκών αποδόσεων των καλλιεργειών θα μπορούσε να έχει πυροδοτήσει κοινωνική αναταραχή στα αστικά κέντρα, πράγμα που, με τη σειρά του, θα είχε ως αποτέλεσμα περίπλοκες διαδικασίες κοινωνικοπολιτικής αποσύνθεσης, οι οποίες οδήγησαν τελικά τις κοινωνίες των Μάγια να επιστρέψουν σε πιο αποκεντρωμένα και λιγότερο πυκνοκατοικημένα αγροτικά χωριά», λέει ο Norbert Marwan. από το PIK, επίσης συγγραφέας της μελέτης. «Από την άλλη μεριά, οι δεσποτικοί ηγέτες των Μάγια είχαν επενδύσει σε μεγάλο βαθμό στη συσσώρευση πλούτου και σε δαπανηρές τελετές, και πιθανότατα πολύ λιγότερο ενδιαφέρονταν να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα απέναντι στις περιβαλλοντικές αλλαγές».

Μερικές κοινωνίες των Μάγια μπόρεσαν να προσαρμοστούν, άλλες όχι. Οι πληθυσμοί τους στα βόρεια πεδινά παρέμειναν και έχτισαν το μετακλασικό κέντρο των Μάγιαπαν. Ωστόσο, οι νότιες πεδινές κοινωνίες δεν κατάφεραν να οργανωθούν σε νέους αστικούς οικισμούς και σιγά-σιγά χάθηκαν απ’ το προσκήνιο της Ιστορίας.

Σε μεγαλύτερη ανάλυση…

Η εποχιακή μεταβλητότητα του υδροκλίματος έχει καθορίσει το περιβαλλοντικό πλαίσιο για τις τροπικές γεωργικές κοινωνίες για τουλάχιστον επτά χιλιετίες. Η επιτυχία ή η αποτυχία των αστικών κοινωνιών του Ύστερου Ολόκαινου που βασίζονταν στη «γεωργία με βροχή» εξαρτιόταν από την ικανότητά τους να προβλέπουν και να προσαρμόζονται στην εποχιακή κατανομή των βροχοπτώσεων από το ένα έτος στο άλλο. Σήμερα, η μετατόπιση της εποχικότητας των βροχοπτώσεων λόγω της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής αποτελεί απειλή τόσο για τις παραδοσιακές γεωργικές πρακτικές όσο και για την επισιτιστική ασφάλεια σε περιοχές που ασκούν ακόμη γεωργία εξαρτώμενη από τις βροχοπτώσεις. Στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές, η εποχικότητα των βροχοπτώσεων έχει ίσως την ισχυρότερη επίδραση στην ισορροπία και την ευημερία των ανθρώπινων κοινωνιών, και οι παλαιοκλιματικές και αρχαιολογικές μελέτες επικεντρώνονται όλο και περισσότερο στις προηγούμενες αλλαγές εποχικότητας, χρησιμοποιώντας πηγές από διάφορα αρχεία, π.χ. οστά, μαλάκια, λιμναία ιζήματα και σπηλαιοθέματα.

Η ανακατασκευή των επιπτώσεων της παλαιοκλιματικής διακύμανσης στα συστήματα παραγωγής τροφίμων, τη δημογραφία και τους κοινωνικούς θεσμούς παρέχει παραδείγματα κλιματικών προκλήσεων του παρελθόντος και σεναρίων αντίδρασης που σχετίζονται με την κατανόηση των μελλοντικών επιπτώσεων της υπερθέρμανσης του πλανήτη στα ίδια αυτά συστήματα. Οι αρχαιολόγοι έχουν από καιρό «δέσμευση συνεργασίας» με την παλαιο-περιβαλλοντική κοινότητα που επικεντρώνεται στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις αρχαίες κοινωνίες. Στις τροπικές περιοχές, τα συστήματα παραγωγής τροφίμων είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στις αλλαγές των βροχοπτώσεων, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε αυξανόμενες συγκρούσεις και αποσταθεροποίηση των πολιτικών θεσμών.

Οι Μάγια της Κλασσικής περιόδου είναι μια καλά μελετημένη περίπτωση από αυτή την άποψη. Επιπλέον, από την Πρώιμη έως την τελική Κλασική περίοδο, οι ηγεμόνες των Μάγια κατέγραψαν συγκεκριμένους τύπους ιστορικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των ελίτ πολιτικών συμμαχιών και πολέμων, σε πέτρινα μνημεία (στήλες, πέτρες βωμού και άλλους τύπους αφιερωματικών αντικειμένων). Έχουν αποκρυπτογραφηθεί μακροσκελείς ημερολογιακές ημερομηνίες σύγχρονες με το σκάλισμα και αυτά τα πέτρινα μνημεία μπορούν να συσχετιστούν με το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Τα γεγονότα που καταγράφονται σε μνημεία συνδέονται επίσης με συγκεκριμένες μεγάλες ημερομηνίες καταμέτρησης. Συνολικά, τα ιστορικά αρχεία και οι ακριβείς ημερομηνίες που είναι χαραγμένες στα μνημεία παρέχουν μια εμπειρική βάση πάνω στην οποία μπορούν να εξεταστούν τα πρότυπα της κοινωνικής αλλαγής.

Στην Κεντρική Αμερική, τα αστικά κράτη των Μάγια εμφανίστηκαν το 900 π.Χ. μετά την υιοθέτηση του αραβοσίτου ως βασικού σπόρου και την ανάπτυξη της πλεονάζουσας γεωργικής παραγωγής. Μετά τις κοινωνίες των Μάγια στις νότιες πεδινές περιοχές πέρασαν 1650 χρόνια κυκλικής επέκτασης και κατακερματισμού, ενώ την περίοδο της μεγαλύτερης δημογραφικής επέκτασης (600-750 μ.Χ.) ακολούθησαν δραματικές μειώσεις πληθυσμού, μεταξύ 750-950 μ.Χ. (με την ισχυρότερη μείωση να συμβαίνει μεταξύ 750 και 850 μ.Χ.) και από την εγκατάλειψη μεγάλων πληθυσμιακών κέντρων υπό την ηγεσία δεσποτικά προσανατολισμένων οικογενειών.

Η αδυναμία των πολύπλοκων κοινωνιών των Μάγια που διαμόρφωσαν τα κοινωνικά και πολιτικά συστήματα της Κλασικής περιόδου να ανταποκριθούν επιτυχώς στο μεταβαλλόμενο κλίμα συνέβαλε στη γεωπολιτική αποσύνθεση δεκάδων αστικών κέντρων και την επιστροφή σε πιο αποκεντρωμένα αγροτικά χωριά χαμηλής πυκνότητας. Η τελευταία Κλασική περίοδος θεωρείται γενικά ότι εκτείνεται από το 850-1000 μ.Χ., αν και η πιο πρόσφατη βιβλιογραφία εντοπίζει διαδικασίες κοινωνικής αποσύνθεσης που ξεκινούν έναν αιώνα νωρίτερα και διαρκούν 100-150 χρόνια. Οι ξηρότερες συνθήκες μεταξύ 500 και 800/850 μ.Χ. συμπίπτουν με αυξανόμενες συγκρούσεις και γενική μείωση του αριθμού των ενεργών πολιτικών κέντρων μετά το 750 μ.Χ., ακολουθούμενες από εγκατάλειψη σε περιφερειακή κλίμακα του μεγαλύτερου μέρους των νότιων πεδινών περιοχών.

Τα πρότυπα κοινωνικού στρες και ανθεκτικότητας έναντι των αλλαγών των βροχοπτώσεων συμβαδίζουν με τις αρχαιολογικές μελέτες της κλιματικής και πολιτιστικής αλλαγής σε διάφορα μέρη του πλανήτη, συμπεριλαμβανομένης της Νότιας Αμερικής, της Τουρκίας, της Αραβίας, της Μάλτας και στη Μετακλασική περίοδο στο Γιουκατάν του Μεξικού.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου της κατάρρευσης, οι συγκρούσεις μεταξύ ανταγωνιστικών φατριών συσχετίζονται με επεισόδια μειωμένης βροχόπτωσης δεκαετούς κλίμακας, και με ενισχυμένη δραστηριότητα των τυφώνων. Προηγούμενες παλαιοκλιματικές μελέτες στις πεδινές περιοχές των Μάγια δεν είχαν τον χρονικό ορίζοντα ή την ανάλυση δειγματοληψίας για την ποσοτική εκτίμηση της μεταβλητότητας της εποχικότητας των βροχοπτώσεων. Σήμερα, η εποχιακή κατανομή και η ημερομηνία έναρξης της υγρής περιόδου είναι από τους πιο κρίσιμους παράγοντες για αγρότες όπως οι Μάγια, οι οποίοι είναι γενικά μικροί γαιοκτήμονες που παράγουν σπόρους και ρίζες για οικιακή χρήση, ζωοτροφές και περιορισμένο πλεόνασμα καλλιεργητικών αποθεμάτων. Έτσι, οι «αγρότες επιβίωσης» αντιμετωπίζουν σημαντική αβεβαιότητα για το μέλλον, που προκαλείται από τη μείωση της προβλεψιμότητας των εποχιακών βροχοπτώσεων εξαιτίας της υπερθέρμανσης του πλανήτη τις τελευταίες δεκαετίες.

Αυτές οι αλλαγές αναγκάζουν σε προσαρμογές στις παραδοσιακές γεωργικές πρακτικές για τη μεγιστοποίηση της υγρασίας του εδάφους και την αντιστάθμιση της αυξανόμενης αβεβαιότητας στο χρονοδιάγραμμα των καλοκαιρινών μουσώνων. Πολλοί από τους βασικούς σπόρους και τις δενδρώδεις καλλιέργειες που καταναλώνονται τόσο από τους σύγχρονους καλλιεργητές όσο και από τους κλασικούς πληθυσμούς των Μάγια είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στις συνθήκες ξηρασίας. Κατά τη διάρκεια μιας μέτριας ξηρασίας ενός έτους χωρίς εποχιακές καλοκαιρινές βροχοπτώσεις, ο αριθμός των διαθέσιμων βρώσιμων φυτικών προϊόντων θα μειωνόταν κατά 69%, συμπεριλαμβανομένου του καλαμποκιού, των φασολιών και της κολοκύθας, ενώ σε μια σοβαρή πολυετή περίοδο χωρίς κανονικές καλοκαιρινές βροχοπτώσεις τα διαθέσιμε καλλιεργούμενε τρόφιμα θα μειώνονταν κατά 87%. Πρόσθετη ευπάθεια μπορεί να προκύψει από την εξειδίκευση της δίαιτας, μειώνοντας την ανθεκτικότητα των συστημάτων τροφίμων έναντι απρόβλεπτων υδροκλιματικών συνθηκών από έτος σε έτος. Αυτό υποδηλώνει ότι η αστάθεια στην εποχιακή κατανομή των βροχοπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων των επαναλαμβανόμενων σοβαρών περιστατικών ξηρασίας, μείωσε σημαντικά την παραγωγικότητα των περισσότερων βασικών καλλιεργειών που καταναλώνονταν από πληθυσμούς πριν και μετά την αποικιοκρατία των Μάγια, λαμβανομένων υπόψη των σοβαρών περιορισμών στη μακροπρόθεσμη αποθήκευση σιτηρών.

Οι συνέπειες των απρόβλεπτων εποχιακών κατανομών βροχοπτώσεων σε μεγάλους γεωπολιτικούς σχηματισμούς, με υψηλούς βαθμούς κοινωνικής ανισότητας, οικονομικής εξειδίκευσης και εξάρτησης από την πλεονάζουσα παραγωγή τροφίμων για τη διατροφή μεγάλων μη παραγωγικών τμημάτων της κοινωνίας, δεν έχουν μελετηθεί προηγουμένως για τους Μάγια της Κλασσικής εποχής. Τα νέα δεδομένα υποστηρίζουν την πρόταση ότι η μείωση της ικανότητας πρόβλεψης της εποχιακής κατανομής των βροχοπτώσεων μπορεί να είχε βαθιές επιπτώσεις στη γεωργική παραγωγή και, με τη σειρά της, στη γεωπολιτική σταθερότητα των μη γεωργικών πληθυσμιακών κέντρων. Κάτι ανάλογο υποστηρίχθηκε και για την παρακμή του Μινωϊκού πολιτισμού.

Από τη σκοπιά των αγροτών Μάγια, ένας τακτικός και έντονος εποχιακός κύκλος βροχοπτώσεων επιτρέπει αξιόπιστες προβολές της απόδοσης των καλλιεργειών σε ετήσια βάση. Αυτό συνεπάγεται διάφορα σύνολα αποφάσεων εκ μέρους των γεωργών. Πρώτον, πρέπει να γνωρίζουν πότε να καθαρίσουν και να προετοιμάσουν τα χωράφια για φύτευση. Σήμερα, αυτό συμπίπτει με το τέλος της ετήσιας ξηρής περιόδου, όταν η βλάστηση μπορεί να καεί. Σε μεγάλο μέρος των πεδινών περιοχών των Μάγια, η προετοιμασία για την υγρή περίοδο περιλαμβάνει τον καθαρισμό της βλάστησης, την καύση βιομάζας για θρεπτικά συστατικά και τη φύτευση καλλιεργειών εν αναμονή της άφιξης των καλοκαιρινών μουσώνων. Η καθυστερημένη ή αποτυχημένη άφιξη των καλοκαιρινών βροχών αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο αποτυχίας των καλλιεργειών. Οι αγρότες της Κλασικής περιόδου ανέπτυξαν μεθόδους για συνεχή πλεονασματική γεωργική παραγωγή που προσαρμόστηκε τοπικά στην ποικιλομορφία των περιβαλλοντικών ζωνών οι οποίες βρίσκονται στις πεδινές περιοχές. Αυτό επιτεύχθηκε μέσω τροποποιήσεων των τοπίων και της χρήσης φωτιάς για τον καθαρισμό της γης, με την αύξηση της παραγωγικότητας να επιτυγχάνεται μέσω της εντατικοποίησης που περιλαμβάνει την επίστρωση των πρανών, τη διαχείριση των υγροτόπων και τη δημιουργία υπερυψωμένων κοιτών. Ωστόσο, όλες αυτές οι στρατηγικές βασίζονταν σε εποχιακά κατανεμημένες βροχοπτώσεις, μια εξάρτηση που αυξανόταν με το μέγεθος του πληθυσμού.

Στην μελέτη του ΡΙΚ, οι τιμές δείχνουν ένα πιο ασταθές εποχιακό υδροκλίμα, το οποίο απαιτούσε όλο και περισσότερο από τους αγρότες να προσαρμόζουν τις στρατηγικές τους από έτος σε έτος. Η αιφνίδια εμφάνιση ενός υδρολογικά ακραίου φαινομένου (είτε πρόκειται για ξηρασία είτε για πλημμύρα) αντιπροσωπεύει μια πιθανή αιτία ενός λιγότερο προβλέψιμου εποχιακού κύκλου. Οι περισσότερες περίοδοι χαμηλής ανάπτυξης σταλαγμιτών συνεπάγονται επίσης έναν λιγότερο έντονο εποχιακό κύκλο στις σταλαγμιτικές αποτυπώσεις απ’ όπου βέβαια παίρνουμε σημαντικές πληροφορίες για το ύψος και τη συχνότητα των βροχοπτώσεων.

Διαστήματα για τα οποία οι μηνιαίες βροχοπτώσεις δεν υπερβαίνουν τις μέσες ποσότητες ξηρής περιόδου, σήμερα θα καθιστούσαν αδύνατο για τους αγρότες να καλλιεργήσουν τη συντριπτική πλειοψηφία των φυτών που αποτέλεσαν τη διατροφή των Μάγια. Η υποτονική εποχικότητα σε ξηρό διάστημα συνεπάγεται σοβαρές επιπτώσεις στα συστήματα παραγωγής τροφίμων. Αντίθετα, η απώλεια της εποχιακής προβλεψιμότητας σε ένα συνολικά υγρότερο κλίμα υποδηλώνει ότι οι κύκλοι καλλιέργειας θα γίνουν λιγότερο προβλέψιμοι όσον αφορά την προετοιμασία της γης, την καύση και τους κύκλους συγκομιδής, ενώ τα περισσότερα φυτά θα εξακολουθούν να αναπτύσσονται. Στα 60-80 χρόνια πριν από την έναρξη της περιόδου ξηρασίας, το τελευταίο σενάριο φαίνεται πιθανό.

Συνολικά, υποθέτουμε ότι η κλιματική αστάθεια μείωσε την ικανότητα των αγροτών να προβλέψουν την έναρξη των βροχοπτώσεων, οδηγώντας σε μειωμένες αποδόσεις και πλεονάσματα καλλιεργειών στο τέλος του Ύστερου Κλασικού. Αυτό με τη σειρά του φαίνεται πως επηρρέασε την ικανότητα των μη αγροτών των αστικών κέντρων να συμμετάσχουν σε οικονομικές δραστηριότητες και η επακόλουθη μείωση της επισιτιστικής ασφάλειας μπορεί να ενέτεινε την πίεση στους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς που τελικά οδήγησε στην αποσταθεροποίησή τους. Ποσοτικοί μάρτυρες για την πληθυσμιακή αλλαγή των Μάγια και χρονολογήσεις σε πέτρινα μνημεία, υποστηρίζουν αυτή την ερμηνεία. Στην περιοχή Ουξμπενκά, που βρίσκεται κοντά στο σπήλαιο Γιοκ Μπαλού, αυτή η παρακμή ξεκίνησε γύρω στο 680 μ.Χ., όταν η εποχική προβλεψιμότητα είχε ήδη επιδεινωθεί για αρκετές δεκαετίες, ενώ το τελευταίο πέτρινο μνημείο ανεγέρθηκε το 780 μ.Χ., μόλις 30 χρόνια πριν εγκαταλειφθεί ο χώρος.

Συμπεράσματα

Τα αποτελέσματά  δείχνουν ότι η απώλεια της εποχιακής προβλεψιμότητας των βροχοπτώσεων μπορεί να έχει αποσταθεροποιήσει την κοινωνία των Μάγια σε συνδυασμό με σοβαρά γεγονότα ξηρασίας μεταξύ 600 και 800 μ.Χ. Επιπλέον, λόγω της συνεχώς χαμηλής προβλεψιμότητας μετά το 750 μ.Χ., οποιαδήποτε ανάκαμψη ή προσαρμογή σε νέες κλιματικές καταστάσεις ήταν υποτονική. Αυτό το σενάριο είναι συμβατό με μια παρατηρούμενη αύξηση του αριθμού των χρονολογημένων αστικών μνημείων μεταξύ 700 και 800 μ.Χ. ως πιθανή απάντηση σε ασταθείς εποχιακές συνθήκες. Οι ελίτ, αντιμέτωπες με μειωμένο πλεόνασμα για τη χρηματοδότηση κεφαλαιουχικών έργων και αγαθών γοήτρου, πιθανότατα προσπάθησαν να ενισχύσουν τη θέση και τη νομιμότητά τους ως θεϊκοί κυβερνήτες αυξάνοντας την παραγωγή λαξευτών μνημείων (βλ. και Νήσος του Πάσχα). Αυτά πιστοποιούσαν τους ρόλους τους ως μεσάζοντες με σημαντικούς προγόνους και θεότητες που θεωρούνταν υπεύθυνες για τις βροχοπτώσεις, την κοινωνική ευημερία και τη γενική υγεία και προβάλλονταν μέσω δημόσιων τελετών, πιθανώς αντί για πιο αποτελεσματικές προσαρμοστικές στρατηγικές.

Η μειωμένη επισιτιστική ασφάλεια οδήγησε τους υποδεέστερους πληθυσμούς να χάσουν την πίστη τους σε αυτούς τους κυβερνήτες, καθώς τα γεγονότα που σχετίζονται με τον πόλεμο αυξήθηκαν μεταξύ 700 και 800 μ.Χ., μειώνοντας τις επενδύσεις σε αστικές και γεωργικές υποδομές. Είναι πιθανόν, οι επιπτώσεις της συνεχούς μείωσης της εποχικής προβλεψιμότητας, σε συνδυασμό με πολλαπλές ετήσιες έως δεκαετείς ξηρασίες, να οδήγησαν σε περαιτέρω μετανάστευση από τις αστικές περιοχές και συνολική μείωση του πληθυσμού, καθώς και στην αποσύνθεση του μεγάλου ποσοστού των αστικών κέντρων (πάνω από 60%) με χρονολογημένα μνημεία μέχρι το 835 μ.Χ..

Παρά τις επενδύσεις σε συστήματα διαχείρισης υδάτων, την εντατικοποίηση της γεωργίας και τη διαχείριση των δασών, ο συνδυασμός άκαμπτων πολιτικών δομών, οικονομικών εξαρτήσεων, αιώνων δημογραφικής ανάπτυξης και κλιματικής αλλαγής οδήγησε σε μαζικούς μετασχηματισμούς. Έχει υποστηριχθεί από καιρό ότι στο αποκορύφωμα των εξελίξεων της Κλασικής Περιόδου (700 μ.Χ.), ο πληθυσμός άρχισε να ωθεί το περιβάλλον προς τη φέρουσα ικανότητά του.

Οι πολύπλοκες κοινωνίες είναι παρόλα αυτά σε θέση να ευδοκιμήσουν ακόμη και παρά την ξηρασία, υπό την προϋπόθεση ότι το κλίμα είναι προβλέψιμο και ότι οι τεχνολογίες παραγωγής τροφίμων σε ξηρές συνθήκες έχουν εξελιχθεί. Υποστηρίζεται ότι η αποσύνθεση της κλασικής κοινωνίας των Μάγια καταλύθηκε εν μέρει από τη μειωμένη προβλεψιμότητα στο κλίμα. Οι πολιτικοί θεσμοί απλώς δεν είχαν θεσπίσει μέτρα για την αντιμετώπιση των ακανόνιστων ετήσιων αλλαγών στις βροχοπτώσεις, προκαλώντας κοινωνική αναταραχή και προκαλώντας κοινωνικές συγκρούσεις. Αλλά και σήμερα, οι συνθήκες για τους μικροκαλλιεργητές στην Κεντρική Αμερική έχουν ήδη επιδεινωθεί σημαντικά ενώ οι τρέχουσες προβλέψεις υποδηλώνουν ότι η κλιματική αλλαγή θα αυξήσει περαιτέρω την εποχική μεταβλητότητα του κλίματος. Η χρυσή λέξη είναι λοιπόν προσαρμογή (adaptation), αλλά φαίνεται πως δεν είναι πάντα εφικτή.