Η βιωσιμότητα είναι ένα παγκόσμιο καθήκον που πρέπει να εκτελεστεί σε μεγάλο βαθμό από τις εθνικές κυβερνήσεις. Τι μπορούμε να μάθουμε από μια χώρα πρωτοπόρο — τη Φινλανδία;

Ο τίτλος του προγράμματος της απερχόμενης φινλανδικής κυβέρνησης, Περιεκτική και ικανή Φινλανδία — Μια οικονομικά και οικολογικά βιώσιμη κοινωνία, είχε κάνει σαφές ότι η αειφόρος ανάπτυξη βρισκόταν στον πυρήνα της πολιτικής της. Αυτός ο στόχος όχι μόνο ήταν φιλόδοξος, αλλά και γεννήθηκε μέσα σε μια περίοδο παγκόσμιας αναταραχής, από την πανδημία και τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία έως την κλιμάκωση των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων. Απέδωσε λοιπόν το πρόγραμμα;

Υπάρχουν δύο τρόποι για να απαντήσει κανείς σε αυτή την ερώτηση. Η προσέγγιση της θεωρίας της αλλαγής, που προκύπτει από τη βιβλιογραφία τη σχετική με τη διαχείριση μη κερδοσκοπικών οργανισμών, εστιάζει την προσοχή στο εάν η κυβέρνηση έχει ένα συνεκτικό σχέδιο εφαρμογής. Η θεωρία της αλλαγής έχει περιγραφεί ως «ουσιαστικά μια περιεκτική περιγραφή και μια απεικόνιση του γιατί και πώς θα συμβεί μια επιθυμητή αλλαγή σε ένα δεδομένο πλαίσιο». Είναι ένα χρήσιμο αναλυτικό εργαλείο για την αξιολόγηση πολύπλοκων προκλήσεων, όπως τα αναπτυξιακά ζητήματα που αναγνωρίστηκαν για πρώτη φορά στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

Λέγεται συχνά ότι σήμερα οι κυβερνήσεις λειτουργούν σε ένα πιο περίπλοκο περιβάλλον, καθώς οι οικονομίες και οι κοινωνίες ενοποιούνται περισσότερο και ο όγκος των πληροφοριών αυξάνεται. Αυτό δοκιμάζει τις ικανότητες των κυβερνήσεων. Η επιτυχής εφαρμογή ενός προγράμματος απαιτεί επομένως αποτελεσματική χρήση των διοικητικών ικανοτήτων. Η προσέγγιση διακυβέρνησης-ικανότητας, των Martin Lodge και Kai Wegrich για παράδειγμα (Managing Regulation: Regulatory Analysis, Politics and Policy, 2012), εξετάζει εάν η κυβέρνηση έχει αυτές τις ικανότητες όσον αφορά την ανάλυση της κατάστασης, τη ρύθμιση και τον συντονισμό.

Συστηματική παρακολούθηση

Οι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης (SDGs) του ΟΗΕ στην Ατζέντα 2030 παρέχουν μια ευρεία βάση γνώσεων, μεγαλύτερη από αυτές μιας κυβέρνησης. Η εφαρμογή τους στη Φινλανδία έγινε με ένα σύνολο δεικτών, που αναπτύχθηκαν από το 2017. Ο πρωθυπουργός προεδρεύει της Εθνικής Επιτροπής για την Αειφόρο Ανάπτυξη, με τον Υπουργό Περιβάλλοντος ως αντιπρόεδρο.

Μια ομάδα εμπειρογνωμόνων ενημερώνει τη συζήτηση, ενώ ενδιαφερόμενοι φορείς, όπως επιχειρήσεις, σχολεία ή απλά άτομα συμφωνούν σε επιμέρους δεσμεύσεις. Οι SDGs παρακολουθούνται συστηματικά από την κυβερνητική διοίκηση. Τα υπουργεία παρέχουν πληροφορίες μέσω εκθέσεων τον Μάιο κάθε έτους σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνονται οι στόχοι.

Έτσι, οι Φινλανδοί γνωρίζουν πολύ καλά τους SDGs: έρευνα του Ευρωβαρόμετρου του 2017 διαπίστωσε ότι το 73% των ερωτηθέντων είχε ακούσει ή διαβάσει γι’ αυτούς. Συγκριτικά, το ίδιο ίσχυε μόνο για το 24% των κατοίκων του Ηνωμένου Βασιλείου. Πράγματι, η χώρα έχει μακρά ιστορία δέσμευσης με τους SDGs πριν από το τρέχον κυβερνητικό πρόγραμμα (2019-23).

Η Φινλανδία βρίσκεται συνεχώς στην κορυφή της διεθνούς κατάταξης εφαρμογής των SDGs όπως αυτοί καταγράφονται από τον ΟΗΕ. Δεν είναι βέβαια η μόνη χώρα που έχει μια τέτοια στρατηγική, αλλά έχει σημασία ότι η αντίληψη αυτή είχε αρχίσει να διαχέεται σε όλους τους τομείς του εθνικού προγράμματος. Αυτό έστειλε και ένα ισχυρό μήνυμα στα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι πολιτικές της οποίας εμπνέονται συχνά από αυτές της Φινλανδίας.

Το φινλανδικό πολιτικό σύστημα είναι πλουραλιστικό, με αρκετά ισχυρά κόμματα. Η κυβέρνηση που εξελέγη το 2019 ήταν ένας συνασπισμός πέντε κομμάτων: των Σοσιαλδημοκρατών, του Κεντρώου Κόμματος, της Αριστερής Συμμαχίας, του Σουηδικού Κόμματος και των Πρασίνων. Η πρωθυπουργός Σάνα Μάριν είναι σοσιαλδημοκράτης, και υπήρξε η νεότερη σε αυτό το πόστο στην ιστορία της χώρας. Αυτό δεν ήταν χωρίς συμβολισμούς. Τώρα γιατί με μια τόσο πετυχημένη πορεία και μια τεράστια διεθνή προβολή έχασε την πλειοψηφία (αν και κέρδισε έδρες) είναι μια άλλη, μεγάλη συζήτηση. Όμως έθεσε τις βάσεις για μια διαφορετική (και πράσινη) διακυβέρνηση και αυτό κανείς δεν το αμφισβητεί.

Η Φινλανδία ήταν αδύναμη σε ορισμένους τομείς των SDGs, με έλλειψη ευελιξίας, ιδίως όσον αφορά τη ρύθμιση. Ωστόσο, το πρόγραμμα δεσμεύτηκε να αποκτήσει κανονιστική ισχύ και ο νόμος για την κλιματική αλλαγή του 2022 απαιτεί πλέον από τη Φινλανδία να γίνει ουδέτερη σε εκπομπές άνθρακα έως το 2035, με περαιτέρω στόχους για το 2040 και το 2050. Αυτή η ρυθμιστική ενίσχυση αποτέλεσε σημαντική βελτίωση όσον αφορά την εκτέλεση του προγράμματος.

Ευέλικτο αλλά ανθεκτικό

Η κυβέρνηση, ως πλειοψηφικός συνασπισμός, δεν αποτελούσε εμπόδιο αλλά βοήθεια. Ένα πρόγραμμα που γίνεται σε συμφωνία μεταξύ των εταίρων μπορεί να είναι λιγότερο ευέλικτο αλλά πολύ ανθεκτικό σε τόσο ταραγμένους καιρούς όπως οι σημερινοί. Όμως η δυναμική που αποκτήθηκε δεν πρέπει να εκτονωθεί, γιατί βρέθηκε να έχει απήχηση στις προτιμήσεις του κοινού και βοήθησε στις προγραμματικές θέσεις των κομμάτων στις τελευταίες εκλογές.

Ο σχηματισμός της κυβέρνησης το 2019 ήταν πραγματικά πολύ αναγνωρίσιμος σύμφωνα με την προοπτική της θεωρίας της αλλαγής. Ήταν αποτέλεσμα ενός ανοιχτού και τεκμηριωμένου διαλόγου στον οποίο προσδιορίστηκαν μακροπρόθεσμοι στόχοι και συγκεκριμένοι τρόποι επίτευξής τους μεταξύ των διαπραγματευτών, ώστε να δημιουργηθεί ένα πρόγραμμα με τολμηρό όραμα και μια αφήγηση στο οποίο όλοι συμφωνούσαν. Αυτή η προσέγγιση είναι ακόμη ένα έργο σε εξέλιξη.

Η Φινλανδία επωφελήθηκε από μια εξαιρετικά αποτελεσματική διακυβέρνηση και από μια δημόσια διοίκηση την οποία γενικά εμπιστεύονται οι πολίτες και οι πολιτικοί, και παράγει αποτελέσματα. Πράγματι, η υψηλή εμπιστοσύνη στην πολιτική ηγεσία και η δημόσια υποστήριξη είναι χαρακτηριστικά του φινλανδικού συστήματος. 

Η απερχόμενη φινλανδική κυβέρνηση είχε θέσει με αυτόν τον τρόπο τις προϋποθέσεις για να λύσει ένα τόσο βασικό στρατηγικό ζήτημα όπως η βιωσιμότητα. Η νέα κυβέρνηση, αν και πολύ πιο δεξιά με τους κλασσικούς όρους, θα πρέπει τώρα πρέπει να ενωθεί με άλλες χώρες για να επιδιώξει τη δημιουργία των κατάλληλων εργαλείων στη διεθνή σκηνή ώστε να αντιμετωπισθούν οι παγκόσμιες προκλήσεις.