Δύο κύριες δέσμες μέτρων για τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της ναυτιλίας εντός της ΕΕ αναμένεται να τεθούν σταδιακά σε ισχύ από το 2024 και μετά, δημιουργώντας νέα οικονομικά δεδομένα και για τον ελληνικό στόλο.
Τα πλοία ελληνικών συμφερόντων είναι υπεύθυνα για πάνω από το 50% όλης της δραστηριότητας της ναυτιλίας εντός της ΕΕ. Υπολογίζεται ότι το 2021 η ναυτιλία ήταν υπεύθυνη για το 3%-4% των συνολικών εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα στην ΕΕ.
Η πιο πρόσφατη εξέλιξη αφορά τη συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που ανακοινώθηκε στα μέσα Μαρτίου, με την έγκριση και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Βάσει αυτής, έχει συμφωνηθεί, σε συνεργασία και με φορείς του κλάδου, όπως η Ένωση Ευρωπαϊκών Εφοπλιστικών Ενώσεων (European Community Shipowners’ Associations – ECSA), η αύξηση της συμβολής του κλάδου στη μείωση των εκπομπών ρύπων αερίων του θερμοκηπίου. Ο πανευρωπαϊκός στόχος που έχει τεθεί αναφέρεται σε μείωση κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030, ενώ έως το 2050 θα πρέπει να έχει εξασφαλιστεί η κλιματική ουδετερότητα.
Στο πλαίσιο αυτό θεσμοθετείται ο κανονισμός FuelEU Maritime, ο οποίος θα διασφαλίσει τη σταδιακή μείωση της περιεκτικότητας σε άνθρακα των ναυτιλιακών καυσίμων, αρχής γενομένης από μια υποχώρηση κατά 2% το 2025 και φθάνοντας το 80% έως το 2050. Βέβαια, το 2% είναι κοντά στο μηδέν και το 2050 πολύ μακριά. Επομένως, είναι αμφίβολο αν και πότε το μέτρο αυτό θα βοηθήσει ουσιαστικά στον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από τον ναυτιλιακό κλάδο, μέσω της χρήσης «καθαρότερων» καυσίμων.
Το FuelEU Maritime θα καθορίζει τα ανώτατα επιτρεπόμενα όρια στις ετήσιες εκπομπές ρύπων, ενώ οι στόχοι θα γίνονται πιο φιλόδοξοι σε βάθος χρόνου, προκειμένου να δοθούν και τα απαιτούμενα κίνητρα ανάπτυξης νέων τεχνολογιών καυσίμων χαμηλής έντασης άνθρακα και χρήσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Οι στόχοι δεν αφορούν μόνο το διοξείδιο του άνθρακα, αλλά επίσης μεθάνιο και άλλους ρύπους, που παράγονται κατά τη διαδικασία παραγωγής των καυσίμων. Επίσης, οι νέοι κανόνες θα εγκαινιάσουν μια πρόσθετη παράμετρο, αυτή των μηδενικών εκπομπών ρύπων κατά τον ελλιμενισμό, μέσω της χρήσης ηλεκτρικής ενέργειας ή άλλων τεχνολογιών, τόσο για τα επιβατηγά, όσο και για τα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.
Η δεύτερη σημαντική παρέμβαση αφορά την ένταξη όλων των πλοίων μεγέθους άνω των 5.000 τόνων dwt στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών της ΕΕ (ETS). Αυτό θα ισχύσει από το 2024 σε όλη την ΕΕ και αναμένεται να αποτελέσει ένα σημαντικό πρόσθετο κόστος για κάθε πλοίο. Με βάση το σύστημα ETS, στο τέλος κάθε έτους ο πλοιοκτήτης ή ο ναυλωτής, αν χρησιμοποιεί εκείνος το πλοίο, θα μπορούν να ανταλλάσσουν δικαιώματα εκπομπών, με τον ίδιο τρόπο που αυτό συμβαίνει και στις χερσαίες βιομηχανικές εγκαταστάσεις.
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της SSY, εκ των μεγαλύτερων ναυλομεσιτικών οίκων διεθνώς, στην Ευρώπη υπολογίζεται ότι θα πρέπει να αντισταθμίζονται (δηλαδή να πληρώνονται) περίπου 85 εκατ. τόνοι άνθρακα ετησίως. Αυτό μεταφράζεται σε ένα κόστος της τάξεως των €8,5 δισ., το οποίο, βάσει σχετικής συμφωνίας μεταξύ της ΕΕ και των φορέων της ναυτιλίας, θα πρέπει να επανεπενδύεται προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης τεχνολογιών για την απανθρακοποίηση του κλάδου.
Στην πράξη, με βάση τη σημερινή τιμή των €100 ανά τόνο άνθρακα στο ETS, κάθε πλοίο θα πρέπει να καταβάλει στην αγορά δικαιωμάτων ποσό από €200.000 έως και €1 εκατ. ετησίως, ανάλογα με το μέγεθός του. Το ποσό υπολογίζεται με βάση τους εκπεμπόμενους ρύπους κάθε πλοίου.
Αν, φυσικά, ο πλοιοκτήτης δαπανήσει πρόσθετα κεφάλαια για τη μείωση των εκπομπών ρύπων του εκάστοτε πλοίου, το κόστος αυτό θα μειωθεί. Ωστόσο, η εγκατάσταση τεχνολογιών μείωσης των ρύπων σε υφιστάμενα πλοία κοστίζει αρκετά και συχνά κάτι τέτοιο δεν είναι οικονομικά βιώσιμο (π.χ. μεγάλη ηλικία πλοίου ή το μικρό μέγεθος, που περιορίζουν την απόσβεση). Η άλλη βέβαια και πιο ριζική λύση θα είναι η ανακαίνιση του στόλου για την υποδοχή νέων καυσίμων και κυρίως του υδρογόνου. Δεν αποκλείεται όμως, να παρατηρηθεί το φαινόμενο αρκετά πλοία να επιλέγουν άλλα λιμάνια εκτός ΕΕ για να ελλιμενίζονται, ιδίως αν πραγματοποιούν ταξίδια και σε άλλες περιοχές του κόσμου, όπου δεν ισχύουν τέτοιες δεσμεύσεις.