Πριν από δυόμισι αιώνες, ο Άνταμ Σμιθ έθετε τα θεμέλια της παγκόσμιας ελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς με την περίφημη μεταφορά της «αόρατης χειρός». Υποστήριζε δηλαδή ότι η οικονομική ευημερία μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο μέσα από το ιδιοτελές προσωπικό συμφέρον και τον ανταγωνισμό, στοιχεία τα οποία τα καθοδηγεί μια αόρατη δύναμη. Αν και η θεωρία του πολεμήθηκε άπειρες φορές, παραμένει ακόμα σήμερα το κυρίαρχο δόγμα. Στην προσέγγιση του Άνταμ Σμιθ, η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος και του κέρδους δεν έχει κανέναν αντικοινωνικό αντίκτυπο όπως πιστεύαν οι σοσιαλιστές. Αντίθετα, αποκτά ηθικό πλεονέκτημα προάγοντας το κοινό καλό, θεωρούμενο ως άθροισμα των ατομικών προσπαθειών για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

Τι κάνει η αόρατη χειρ; Μα, πολύ απλά παρεμβαίνει και διορθώνει τους δείκτες όταν αυτοί πάνε να ξεφύγουν: κατά τη διάρκεια των οικονομικών κρίσεων, των πολέμων, των πολιτικών ανατροπών κτλ. Βέβαια, τα πράγματα δεν έρχονται πάντα τόσο βολικά. Έτσι, κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, αποφάσισαν να τιμωρήσουν με θανατική ποινή όποιον ανέβαζε τις τιμές. Εκεί που αποτυγχάνει η θεωρία, έρχεται να κερδίσει χώρο η ηθική ή ο απλουστευτικός αυταρχισμός. 

Σε πρόσφατη ομιλία της στο Συμβούλιο, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ζήτησε περισσότερη δικαιοσύνη στον ενεργειακό τομέα, χρησιμοποιώντας την έκφραση windfall profits, δηλαδή ουρανοκατέβατα ή αναπάντεχα κέρδη τα οποία πρέπει να φορολογηθούν. Δεν είναι δίκαιο, είπε, να υπάρχει κερδοσκοπία λόγω του πολέμου, και μάλιστα στις πλάτες των καταναλωτών, και για το λόγο αυτό πρότεινε μια συνεισφορά αλληλεγγύης η οποία βέβαια θα είναι «προσωρινή». Τα οφέλη, είπε η πρόεδρος, πρέπει να μοιράζονται και να ανακατευθύνονται σε αυτούς που τα χρειάζονται περισσότερο. Τελικά, οι Υπουργοί Ενέργειας συμφώνησαν την Παρασκευή 30/9 σε έναν νέο κανονισμό για την φορολόγηση των επιπλέον αυτών εσόδων ως μέτρο εξισορρόπησης και δικαιοσύνης.

Με άλλα λόγια, η Επιτροπή και οι υπουργοί παραδέχτηκαν ότι η αόρατος χειρ άλλοτε δουλεύει και άλλοτε όχι, και στη δεύτερη περίπτωση – η οποία έγινε πλέον συνηθισμένη – θα πρέπει να επιστρατεύονται και άλλες, «έξω»-οικονομικές κατηγορίες, όπως είναι η ηθική υποχρέωση των επιχειρήσεων προς το κοινωνικό σύνολο και η αλληλεγγύη. Δεν θα μπορούσε βέβαια να εναντιωθεί κάποιος στην επίκληση αυτών των ξεχασμένων εννοιών, γιατί φαντάζουν φιλολαϊκές. Αυτή είναι άλλωστε και η ρητορική πολλών λαϊκιστών και κομμάτων της Αριστεράς που βιάζονται να πανηγυρίσουν την αποτυχία του συστήματος της αυτορρύθμισης, ειδικά στην αγορά της ενέργειας, με την υποσημείωση ότι στα λεγόμενα «κοινά αγαθά» ταιριάζει καλύτερα η κατευθυνόμενη κρατική οικονομία.   

Δεν θα αφήσουμε τους πολίτες να ξεπαγιάσουν λένε και ξαναλένε αρκετοί ηγέτες της Ευρώπης, αν και δεν ξέρουμε ποιος είναι ακριβώς ο αποδέκτης των στίχων αυτού του μελοδράματος –στο οποίο φαίνεται Αριστερά και Δεξιά να συμφωνούν. Μήπως είναι οι εταιρείες ενέργειας; Πιθανόν, γι’ αυτό άλλωστε και ο ΣΥΡΙΖΑ αντέδρασε αυτομάτως υποσχόμενος επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ, αν έλθει στην εξουσία. Με άλλα λόγια, μια «ιδιωτικοποιημένη» ΔΕΗ θα κερδοσκοπεί, ενώ μια κρατική επιχείρηση θα κρατάει χαμηλά τις τιμές, μέχρι εκεί δηλαδή που αντέχει η τσέπη των καταναλωτών. Και ποιος θα πληρώνει το «μάρμαρο» αν υποτεθεί ότι οι αγορές έχουν διαφορετική γνώμη: ως προς τις ποσότητες που αφήνουν να εκρεύσουν (προσφορά), ως προς τα αποθέματα, ως προς το χρηματιστήριο το οποίο διαμορφώνει τις τιμές της χονδρικής; Στο σημείο αυτό η απάντηση είναι απλή. Ο γενικός φορολογούμενος, όπως συνέβαινε πάντα. Γι’ αυτό και η Δεξιά έχει ελαφρώς διαφοροποιημένη πρόταση: να αφήσουμε ήσυχη την αγορά, αλλά να φορολογήσουμε τα ουρανοκατέβατα κέρδη που εδώ συνηθίσαμε να τα λέμε «υπερκέρδη». Με τα έσοδα μπορούμε να ενισχύσουμε τους αδύναμους καταναλωτές (τρέχα γύρευε).

Και πώς δημιουργούνται τα υπερκέρδη, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί. Ο βασικός μηχανισμός εξαρτάται από τα συμβόλαια τα οποία συνάπτουν οι καθετοποιημένες εταιρείες ηλεκτροπαραγωγής με τους προμηθευτές της πρώτης ύλης (κυρίως φυσικού αερίου και πετρελαίου). Αν τα συμβόλαια είναι μακροχρόνια και εντωμεταξύ αυξηθούν οι τιμές, όπως συμβαίνει στην παρούσα συγκυρία, οι εταιρείες θα πουλήσουν ακριβότερα απ’ ότι έχουν αγοράσει. Επίσης, αν ακριβύνουν οι τιμές, αυτοί που παράγουν με φτηνά καύσιμα θα έχουν προφανώς οφέλη. Αυτή η δεύτερη περίπτωση αφορά τις μονάδες άνθρακα (π.χ λιγνίτης), τα μεγάλα υδροηλεκτρικά και όποιες μονάδες ΑΠΕ δεν πωλούν την ενέργειά τους μέσω μακροχρόνιων συμβολαίων.

Η αναφορά στις ΑΠΕ, ακόμα και από την  φον ντερ Λάιεν, δημιούργησε μπέρδεμα σε πολλούς, και για αυτό οι ελληνικές εταιρείες αιολικής ενέργειας, δια της ΕΛΕΤΑΕΝ, αντέδρασαν αμέσως. «Η αμοιβή που εισπράττει ένα αιολικό πάρκο για την ενέργεια την οποία παράγει είναι σταθερή και δεν επηρεάζεται από την τιμή στην χονδρική αγορά ηλεκτρισμού, η οποία έχει εκτοξευθεί εξαιτίας του φυσικού αερίου» αντιτάσσει η ΕΛΕΤΑΕΝ, και προφανώς έχει δίκιο, τουλάχιστον για την Ελλάδα. Για αυτό οι ΑΠΕ δεν έχουν υπερκέρδη. Και προσθέτει: «Τα πιθανά επιπλέον έσοδα από τις διακυμάνσεις των τιμών επιστρέφονται στο κράτος αυτομάτως, μέσω του ΔΑΠΕΕΠ και κατευθύνονται στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης».
Τότε όμως το αμέσως επόμενο ερώτημα είναι ποιους αφορά το μέτρο της φορολόγησης και ποια είναι τα ακριβή ποσά (γιατί ακούγονται διάφορα). Αν δηλαδή εξαιρέσουμε τις ΑΠΕ, αυτό που μένει είναι οι δυο τρεις παραγωγοί ηλεκτρισμού από φυσικό αέριο, και βέβαια η ΔΕΗ. Που είτε έτσι είτε αλλιώς, είναι διαρκώς στο στόχαστρο. Κάτι λοιπόν πάει στραβά. Μα εντελώς στραβά.

Η.Ε.

Φωτο: Τ.Χ.