Τα καλά νέα είναι αρκετά σπάνια στο μέτωπο της καταπολέμησης της υπερθέρμανσης του πλανήτη, ώστε να εκτιμήσουμε την πραγματική αξία του περιεχομένου του νόμου που υιοθετήθηκε οριστικά και διαδοχικά από τη Γερουσία και το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών στις 12 Αυγούστου και του οποίου ο Τζο Μπάιντεν υπήρξε ο αθόρυβος πρωταγωνιστής. Οι αποφάσεις που ανακοινώθηκαν, μαζί με ένα τεράστιο σχέδιο για την καταπολέμηση του πληθωρισμού – το κυριότερο ίσως μέλημα των Αμερικανών πολιτών σήμερα – είναι πράγματι τα πιο φιλόδοξα εδώ και 50 χρόνια. Θυμίζουν την εποχή που εγκρίθηκαν το 1970 ο νόμος για τον «καθαρό αέρα» και το 1972 ο νόμος για το «καθαρό νερό».

Οι σημερινές εξελίξεις επιτρέπουν στην Ουάσιγκτον να επανασυνδεθεί, μετά από ένα πολύ μεγάλο διάλειμμα, με την ομάδα των κρατών (και των συνασπισμών κρατών, όπως η ΕΕ) που υποστήριξαν με θέρμη τις αποφάσεις της Συμφωνίας του Παρισιού. Ειδικότερα, τα κείμενα που ψηφίστηκαν προβλέπουν τη διάθεση σχεδόν 370 δισεκατομμυρίων δολαρίων (πάνω από 360 δισεκατομμύρια ευρώ) σε μια τεράστια επιχείρηση μετάβασης από τα συμβατικά στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, στη λιγότερο ρυπογόνο γεωργία και στον περιορισμό των εκπομπών μεθανίου που συνδέονται με την παραγωγή υδρογονανθράκων από κοιτάσματα σχιστολίθων, φυσικού αερίου και πετρελαίου. Μετά από μια χαμένη πενταετία, αφού ο Ντόναλντ Τραμπ απέσυρε τη χώρα του από τη διεθνή συνεργασία για το κλίμα, οι ΗΠΑ φαίνεται να αλλάζουν ριζικά στοχοθέτηση και τροχιά.

Συνήγορος, χωρίς αποχρώσεις, μιας ακραίας προσκόλλησης στις ορυκτές ενεργειακές ύλες, ο απελθών πρόεδρος όχι μόνο αψήφησε τον γενικό κίνδυνο που απειλεί τον πλανήτη, αλλά χρησιμοποίησε ενσυνείδητα τα προνόμια που του παρείχε η εξουσία του για να διαλύσει ένα μεγάλο μέρος των ομοσπονδιακών κανονισμών υπέρ του περιβάλλοντος. Ολόκληρο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είχε τότε χειροκροτήσει, παρά τις καταστροφές που είχε ήδη προκαλέσει η κλιματική αλλαγή στη χώρα. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου τον Ιούνιο του 2022, η οποία δένει τα χέρια της Υπηρεσίας Προστασίας Περιβάλλοντος (EPA) όσον αφορά τον αποφασιστικό της ρόλο στην επιβολή ορίων και περιορισμών στις βιομηχανικές εκπομπές, μας υπενθύμισε ότι δεν έχουμε τίποτα να περιμένουμε σε αυτό το θέμα από το συντηρητικό στρατόπεδο, το οποίο κυριαρχεί στο ανώτατο δικαστικό όργανο της χώρας όσο ποτέ άλλοτε.

Βέβαια, το σχέδιο που εγκρίθηκε με οριακή πλειοψηφία στη Γερουσία είναι πολύ πιο μετριοπαθές σε σχέση με τις αρχικές φιλοδοξίες του Τζο Μπάιντεν. Για να αποκτήσει την απαραίτητη ψήφο ενός Δημοκρατικού γερουσιαστή υπέρμαχου των ορυκτών καυσίμων χρειάστηκε να κάνει συμβιβασμούς. Άλλωστε δεν είχε άλλη εναλλακτική προκειμένου να τηρήσει την κύρια δέσμευση που ανέλαβε να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου της χώρας του κατά 50% – 52% έως το 2030, σε σύγκριση με το 2005.

Για να προχωρήσει όμως ακόμη περισσότερο, όπως απαιτεί η επιταχυνόμενη υποβάθμιση του περιβάλλοντος, αυτό το σχέδιο, το οποίο βασίζεται σε φορολογικά κίνητρα και όχι σε εξαναγκασμό, πρέπει να εκπληρώσει μια πρόσθετη και δύσκολα εξειδικεύσιμη αποστολή. Αυτήν της συμβολής σε μια πραγματική πολιτιστική επανάσταση που έχουν μεγάλη ανάγκη οι Ηνωμένες Πολιτείες. Προκειμένου να καταρρίψουν τον μύθο της αθώας τεχνολογίας και των ανεξάντλητων πόρων, πρέπει τώρα να αμφισβητήσουν πολλά από τα καταναλωτικά τους πρότυπα και «ακατάλληλες» συμπεριφορές. Θα είναι μια επανάσταση ευαίσθητη, γιατί επηρεάζει πολλά απ’αυτά που έχουν ενσωματωθεί στην αμερικανική ταυτότητα.

Η παραπάνω επιτυχία, που κατάφερε το Δημοκρατικό στρατόπεδο, η οποία μάλιστα προστίθεται σε άλλες που σημειώθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες, θα μπορούσε να το τοποθετήσει σε καλύτερη θέση ενόψει των Ενδιάμεσων Εκλογών του Νοεμβρίου. Το αντίθετο, δηλαδή μια επικράτηση των Ρεπουμπλικάνων, θα ήταν συνώνυμο της επιστροφής στην ακινησία και την οπισθοδρόμηση.
Η.Ε.