Συνέντευξη της Μάρως Ευαγγελίδου, Αντιδημάρχου Αστικής Αναζωογόνησης και Ανθεκτικότητας του Δήμου Αθηναίων στον Ηλία Ευθυμιόπουλο.
– Mε ποιο κριτήριο σήμερα μια δημαρχιακή αρχή μπορεί να κάνει πολεοδομικού τύπου παρεμβάσεις, με στόχο, για παράδειγμα, την ενίσχυση της «ανθεκτικότητας» ή την διευκόλυνση της πράσινης κινητικότητας;
Ένα πρέπει να είναι -κατά τη γνώμη μου- το κριτήριο για την επιλογή των αναγκαίων πολεοδομικών και κυκλοφοριακών παρεμβάσεων: ο συνδυασμός μακροχρόνιου οράματος (που απαιτεί ολοκληρωμένο σχεδιασμό και αλλαγή νοοτροπιών) και έργων χαμηλού κόστους και υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως η προσθήκη πεζοδιαβάσεων και η διαπλάτυνση πεζοδρομίων. Αυτό προσπαθούμε να συνθέσουμε στις επιλογές μας στο Δήμο της Αθήνας. Πιστεύω ότι η εποχή των μεγάλων έργων που υποκινούνται από την ζήτηση (όπως η Αττική οδός, ή η οδική σήραγγα Υμηττού) έχει παρέλθει, ενώ τα απαιτούμενα νέα έργα υποδομών πρέπει να «παράγουν ζήτηση», προάγοντας νέες συνήθειες, όπως π.χ. το ότι η χρήση της δημόσιας συγκοινωνίας δεν αφορά μόνο τα χαμηλά εισοδήματα!
Ο σχεδιασμός με όρους αστικής ανθεκτικότητας απαιτεί αφενός ολοκληρωμένη χωρική θεώρηση ως επιστημονική προσέγγιση, αφετέρου ένα πολυεπίπεδο οπλοστάσιο εργαλείων εφαρμογής. Το εκπονούμενο Τοπικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΤΠΣ) Αθήνας υιοθετεί μια πολιτική αστικής αναζωογόνησης και βιώσιμης κινητικότητας μακροχρόνιου ορίζοντα, επιλέγοντας «σενάριο βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης», μια δύσκολη σύνθεση αναπτυξιακών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιλογών που αναμένεται με ενδιαφέρον πώς θα αποτυπωθεί στις προτάσεις της μελέτης. Υπάρχει ωστόσο μια αμφιβολία αν θα υιοθετηθούν οι προτάσεις που θα προκρίνει ο Δήμος, του οποίου η αρμοδιότητα είναι απλά γνωμοδοτική.
Δυστυχώς, όπως επαναλαμβάνουμε μονότονα εμείς οι αυτοδιοικητικοί, οι περιορισμένες αρμοδιότητες των Δήμων δεν επιτρέπουν μια ολοκληρωμένη και αποτελεσματική δράση. Η αναγκαία συνεννόηση με τους συναρμόδιους και εμπλεκόμενους αφενός προσκρούει σε παγιωμένες νοοτροπίες «διοικητικού πατριωτισμού», αφετέρου δημιουργεί υψηλό διοικητικό βάρος, που δυστυχώς δεν έχει συνεκτιμηθεί στις πρόσφατες πολιτικές διοικητικής μεταρρύθμισης. Αντίθετα, μια γενναία αποκέντρωση αρμοδιοτήτων στη Αυτοδιοίκηση είναι όρος sine qua non για την πολιτική διαχείριση των σύγχρονων προκλήσεων κλιματικής αλλαγής που αντιμετωπίζουν οι πόλεις μας, στο κοντινότερο στον πολίτη (και στα προβλήματα) επίπεδο, και τα πετυχημένα παραδείγματα από το εξωτερικό είναι ακριβώς αυτά που έχουν ιστορικά δυνατή αυτοδιοίκηση. Μια συντονισμένη στρατηγική αποκέντρωσης στην Ελλάδα, οφείλει να αρχίσει από τις αρμοδιότητες εφαρμογής του σχεδιασμού, αφού οι ρυθμιστικές αρμοδιότητες ανήκουν (κατά το ΣτΕ) στο κράτος.
-Τα ΤΠΣ που προαναφέρατε –για κάποιον μη ειδικό– ακούγονται λίγο διακοσμητικά: πρώτα χτίζουμε την πόλη, χωρίς σχέδιο βιώσιμης χωρικής ανάπτυξης, και μετά κάνουμε τις μελέτες. Το κάρο μπροστά από το άλογο.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ θα έλεγε ο μη ειδικός. Στην Αθήνα ισχύει το Γενικό Πολεοδομικό του 1988. Η ανάγκη επικαιροποίησης των σχεδίων γεννιέται όταν υπάρχει πρόθεση παρέμβασης στους μηχανισμούς της αγοράς, ώστε να ρυθμιστεί καλύτερα η αστική ανάπτυξη και ανοικοδόμηση, να οργανωθούν παράλληλα οι δημόσιες υποδομές και να αποφευχθούν συγκρούσεις χρήσεων γης ή υπερανάπτυξη ορισμένων εξ αυτών. Υπάρχει βέβαια και το αντίστροφο αίτημα, άρσης των περιορισμών που ισχύουν. Το πρόβλημα με το πρόγραμμα Κ. Δοξιάδης (που φιλοδοξεί να καλύψει με ΤΠΣ το 80% της έκτασης στην χώρα) είναι ότι δεν έχει δοθεί από το ΥΠΕΝ καθαρό πολιτικό στίγμα μιας βούλησης «ελέγχου της αρρύθμιστης ανάπτυξης», διαπίστωση που σε συνδυασμό με την εκχώρηση της ανάθεσης των μελετών στο ΤΕΕ και της αντικειμενικής αδυναμίας να ολοκληρωθεί η θεσμοθέτηση των σχεδίων στα χρονικά όρια του πακέτου ανάκαμψης, οδηγεί πράγματι στην εύλογη ανησυχία ότι από τότε που αρχίζει μια μελέτη μέχρι να ολοκληρωθεί η θεσμοθέτηση του σχεδίου μπορεί να έχουν κτιστεί τα πάντα. Θυμίζω ότι υπάρχει ως εργαλείο πρόληψης, (ήδη από το 1923) η δυνατότητα αναστολής έκδοσης οικοδομικών αδειών εν όψει εκπόνησης μιας πολεοδομικής μελέτης, αλλά απαιτεί Υπουργική Απόφαση. Το ΔΣ της Αθήνας έχει στείλει (από την άνοιξη) μια τέτοια πρόταση στο ΥΠΕΝ, αλλά έχει μείνει αναπάντητη. Μήπως το ΥΠΕΝ θεωρεί ότι ο Δήμος υπερεκτιμά τον κίνδυνο;
Το βασικό όμως πρόβλημα των ΤΠΣ, ακόμα και αν θεσπίσουν εγκαίρως ορθές ρυθμίσεις, είναι ότι δεν δίνουν (εκ των προδιαγραφών και εκ της διοικητικής πρακτικής) έμφαση στις διαδικασίες και στο Πρόγραμμα Εφαρμογής, το οποίο (για να μην είναι ευχολόγιο) θα όφειλε, για κάθε προτεινόμενο μέτρο ή έργο, να διακρίνει τους αρμόδιους επισπεύδοντες φορείς.
Τέλος, η αδυναμία των σχεδίων να αλλάξουν τις ρυθμίσεις που ισχύουν οριζοντίως σε όλη τη χώρα, από τον ΝΟΚ ή άλλα νομοθετήματα, όπως π.χ. το ποσοστό κάλυψης, τα ύψη σε σχέση με τον συντελεστή δόμησης, ή το μείγμα χρήσεων γης ανά ζώνη, θα αναδειχθεί κατά την γνώμη μου σε μείζον πρόβλημα κατά την φάση ολοκλήρωσης των προτάσεων των εκπονούμενων μελετών.
-Υπάρχουν λοιπόν τοπικού τύπου λύσεις και λύσεις υπερτοπικού χαρακτήρα. Παράδειγμα οι μεταφορές που προαναφέρατε. Μπορεί ο κάθε Δήμος να κάνει τις δικές του συγκοινωνίες; Μήπως να ξαναδούμε την παλιομοδίτικη ιδέα του Ενιαίου Φορέα Μεταφορών;
Η διάκριση σε τοπικό/ υπερτοπικό είναι αυτονόητη αλλά απαιτεί έναν ορθολογικό ανασχεδιασμό, έτσι ώστε να διακρίνονται οι απαιτούμενες εργασίες (σχεδιασμός, υλοποίηση, παρακολούθηση, συντήρηση) χωρίς να διασπάται η ενιαία θεώρηση: το δημοτικό οδικό δίκτυο είναι αρμοδιότητας Δήμου στην συντήρηση, αλλά η έγκριση των ρυθμίσεων γίνεται από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση (ΑΔ), ενώ το υπερτοπικό είναι εν μέρει αρμοδιότητα της Περιφέρειας, εν μέρει της Α.Δ., άρα εξ ορισμού έχουμε διάσπαση αντικειμένου, ακόμη και αν ο Δήμος προσπαθεί να εκπονεί και να υποβάλλει ολοκληρωμένες μελέτες.
Η πρόταση για ίδρυση «ενιαίου φορέα μεταφορών» στην Αττική είναι μια μηχανιστική λύση που υποτιμά την ανάγκη ανάπτυξης κουλτούρας διαβαθμιδικής και οριζόντιας συνεννόησης μεταξύ φορέων, αλλά και την ιστορία και θεσμική γνώση των ήδη υπαρχουσών δομών: π.χ. ο ΟΑΣΑ, αν θέλουμε, μετατρέπεται σε φορέα δημόσιων συγκοινωνιών Αττικής, αν διευρυνθούν οι αρμοδιότητες του, αλλά η συνεργασία του με τους ΟΤΑ και το Υπουργείο Μεταφορών πρέπει ούτως ή άλλως να αναπτυχθεί.
Το στοίχημα για την βιώσιμη κινητικότητα είναι άλλο: ο ενιαίος ή ο χωριστός φορέας να μπορεί να αντιπαλέψει την «παράλληλη» αλλά ανταγωνιστική πρακτική τής κατά προτεραιότητα χρηματοδότησης οδικών έργων έναντι της δημόσιας συγκοινωνίας ή των υποδομών σταθερής τροχιάς. Ο Δήμος μπορεί να έχει ισχυρό λόγο επ’ αυτού και να μεταφέρει στους πολίτες το πνεύμα αλλαγής νοοτροπιών, αρκεί να αποφασίσει ότι θα συγκρουστεί με την αντίληψη καθημερινής μετακίνησης με ΙΧ, και με την απαίτηση δωρεάν στάθμευσης στον δημόσιο χώρο.
-Να γίνει πράξη λέτε η γειτονιά των 15 λεπτών;
Ακριβώς. Για να είμαστε όμως αποτελεσματικοί στον Δήμο Αθηναίων έχουμε μια τριπλή στόχευση για την βιώσιμη κινητικότητα η οποία περιλαμβάνει τόσο την συμμετοχή των πολιτών όσο και την συνεργασία με κρατικούς φορείς:
Πρώτον σε επίπεδο δημοτικού δικτύου, είναι προτεραιότητά μας οι γειτονιές, μέσω του προγράμματος της Γειτονιάς των 15λ, όπου με συμμετοχικά εργαστήρια επιλέγονται οι βέλτιστες πεζοπορικές διαδρομές, ώστε να ανασχεδιαστεί ο δημόσιος χώρος μέσω διαπλάτυνσης πεζοδρομίων, περιορισμού του οδοστρώματος, μονοδρομήσεων, προσθήκης πεζοδιαβάσεων, επέκτασης της ελεγχόμενης στάθμευσης.
Δεύτερον, για το ιστορικό κέντρο όπου προχωρούν οι πεζοδρομήσεις και σχεδιάζεται η διέλευση του Βόρειου Ποδηλατικού Άξονα -χρηματοδοτούμενη από την Περιφέρεια- θεωρούμε αναγκαία μια ολοκληρωμένη μελέτη κυκλοφοριακών επιπτώσεων (που θα περιλάβει από την μικροκινητικότητα ως την τροφοδοσία), με κεντρική ιδέα την πρότασή μας για μονοδρόμηση των οδών Ερμού και Αθηνάς λόγω του ποδηλατόδρομου και,
Τρίτον, περιορισμό της εισόδου του ΙΧ στο κέντρο μέσω περιμετρικών χώρων στάθμευσης και αντίστοιχα κινήτρων χρήσης των ΜΜΜ, έργο που έχουμε ζητήσει από τον ΟΑΣΑ να ενταχθεί στο Στρατηγικό Σχέδιο Μεταφορών Αττικής.
Βασιζόμαστε μεν σε παλαιές στρατηγικές του Δήμου, όπως το ΣΒΑΚ και η περπατησιμότητα (walkability), και τις προχωράμε με μέτρο, επιχειρησιακό σχεδιασμό και κανόνες δημοκρατίας. Δεν είναι εύκολο αλλά αναγκαίο.
-Αλήθεια, τι θα γίνει με την στάθμευση; Παρκόμετρα, αποκλειστικές θέσεις, διαγραμμίσεις, αλλά παντού πλέον η εξασφάλιση μιας θέσης -σε δρόμους που δεν προβλέπονται γι αυτό το σκοπό- είναι κάτι σαν λαχείο. Περιττό να πούμε ότι το αποτέλεσμα της στενότητας (στα όρια της ασφυξίας) είναι εκτός από το άγχος, η ρύπανση και οι εκπομπές θερμοκηπίου.
Η στάθμευση είναι μείζον πρόβλημα στην Αθήνα: η πολιτική κατασκευής χώρων στάθμευσης κάτω από τις πλατείες, απορρόφησε πολλά δημόσια χρήματα προ 20ετίας, αλλά ήταν προβληματική, επειδή συνέβαλλε στην προσέλκυση του ΙΧ στο κέντρο ή σε θέσεις μεγάλης ζήτησης. Η προγραμματιζόμενη επέκταση της ελεγχόμενης στάθμευσης θα συμβάλει εν μέρει στην παροχή θέσεων σε κατοίκους και αποτροπή επισκεπτών, ιδίως αν προστεθεί στην όλη φιλοσοφία και η βραδινή χρέωση των επισκεπτών, αλλά δεν αρκεί. Θα πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε με γνώμονα ποια πολεοδομική χρήση θέλουμε να εξυπηρετεί η στάθμευση και να διαμορφώσουμε τα ανάλογα κίνητρα (πολεοδομικά ή τιμολογιακά). Για παράδειγμα, ο στόχος απελευθέρωσης του κοινόχρηστου χώρου στις περιοχές κατοικίας, περιορισμού της ασφάλτου, προς όφελος των ζωνών βαδίσματος, φύτευσης και στάσης, εν ολίγοις η υλοποίηση του οράματος της γειτονιάς των 15 λεπτών, ίσως απαιτήσει την κατασκευή κτιρίων στάθμευσης στις περιοχές κατοικίας, πεδίο που απαιτεί μια συστηματική συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και το Πράσινο Ταμείο που διαχειρίζεται τα χρήματα από την εξαγορά θέσεων στάθμευσης στις νέες οικοδομές. Πρέπει να εξεταστεί θεσμικά και οικονομοτεχνικά το ζήτημα, με μέτρα όπως η δυνατότητα αγοράς θέσης στάθμευσης σε κτίριο ως οριζόντια ιδιοκτησία, σε συνοδεία υφιστάμενων ή νέων κατοικιών, ή η διαφορετική τιμολόγηση αποτροπής της συχνής/καθημερινής χρήσης. Αντίθετα η προσφορά θέσεων στάθμευσης στο κέντρο λειτουργεί ως προσέλκυση, και κάθε αύξηση τιμών, όπως η πρόσφατη στα δημοτικά γκαράζ, πρέπει να αναγνωστεί ως μέσο βιώσιμης κινητικότητας και όχι ως «εισπρακτικό» όπως συνήθως καταγράφεται.
-Να επανέλθουμε στα πολεοδομικά σχέδια. Παλιά υπήρχαν τα ΣΧΟΠ, τα οποία αν δεν κάνω λάθος, αντικαταστάθηκαν από τα Συμβούλια Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων (ΣΥΠΟΘΑ) και τα Συμβούλια Αρχιτεκτονικής. Ειδικά στην Αθήνα, υπήρχε και το Ρυθμιστικό Σχέδιο (ΡΣΑ). Ποιο είναι σήμερα το βασικό θεσμικό πολεοδομικό εργαλείο;
Το ΡΣΑ είναι το χωροταξικό / Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αττικής και αποτελεί στρατηγικό- κατευθυντήριο οδηγό προς τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια των Δήμων, τα οποία σε αντίθεση με τα ΓΠΣ της δεκαετίας 80/90 είναι κανονιστικά, δηλαδή θεσμοθετούν ρυθμίσεις χρήσεων γης και όρων δόμησης, άμεσα εφαρμοστέες, σε όλη την έκταση του Δήμου (εντός και εκτός σχεδίου περιοχές). Δηλαδή δεν αναμένεται η Πολεοδομική Μελέτη για να προσδιορίσει τους όρους δόμησης (π.χ. μείωση συντελεστών δόμησης), όπως γινόταν μέχρι σήμερα.
Τα ΣΥΠΟΘΑ και το ΚΕΣΥΠΟΘΑ είναι γνωμοδοτικά όργανα, αλλά έχουν αλλάξει χαρακτήρα από τα ΣΧΟΠ (Συμβούλια Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος), που ήταν συμβούλια επιστημονικής συμβολής στον σχεδιασμό, με συμμετοχή επιφανών προσωπικοτήτων του ακαδημαϊκού χώρου. Τα ΣΥΠΟΘΑ έχουν εξελιχθεί σε ημι-πολιτικά όργανα (με χαρακτηριστικό το ΚΕΣΥΠΟΘΑ που προεδρεύεται από τον γενικό γραμματέα Χωροταξίας του ΥΠΕΝ) και τους έχει ανατεθεί -με συμμετοχή νομικών- η αρμοδιότητα επίλυσης διχογνωμιών ως προς την εφαρμογή των πολεοδομικών διατάξεων, πρακτική που αποδεικνύεται δυστυχώς προβληματική. Τα ΣΥΠΟΘΑ των Νομών γνωμοδοτούν στις πολεοδομικές ρυθμίσεις που προωθούνται από την Περιφέρεια ή την Αποκεντρωμένη, ενώ υπάρχει και το ΣΥΠΟΘΑ Β που γνωμοδοτεί για τις ενστάσεις επί των προστίμων για τα αυθαίρετα, με σωρεία εκκρεμοτήτων που ευνοεί την αναβλητικότητα ή/και μη επιβολή των προστίμων!
Τα Συμβούλια Αρχιτεκτονικής (ΣΑ) που έχουν αντικαταστήσει τις ΕΠΑΕ (επιτροπές πολεοδομικού και αρχιτεκτονικού ελέγχου) έχουν μόνο κτιριακή αρμοδιότητα (π.χ. άδεια κατεδάφισης μεμονωμένου κτιρίου), ενώ η ΥΑ οδηγιών προς τα ΣΑ (του 2021) έχει περιορίσει δραστικά τα περιθώρια παρέμβασής τους (π.χ. απαγορεύει να εξεταστεί η ένταξη στο τοπίο), ανάγοντας σε κύριο κριτήριο αξιολόγησης το αν οι όροι δόμησης επιτρέπουν ή όχι την ανέγερσή του, κάτι που μπορεί να κάνει και η ΥΔΟΜ. Έτσι παραδόξως, όταν γνωμοδοτούν π.χ. για τα κίνητρα του ΝΟΚ, στην πραγματικότητα επιβάλλουν στην πόλη ή την γειτονιά πολεοδομικές ρυθμίσεις με θεώρηση σε επίπεδο οικοπέδου.
-Νομίζω ότι ο Δήμος Αθηναίων –αλλά και άλλοι δήμοι– προτιμούν τις μικρές παρεμβάσεις που έχουν ορατό και γρήγορο αποτέλεσμα, παρά τα φιλόδοξα έργα που συχνά καθυστερούν για χρόνια. Είναι σωστή η διαπίστωση;
Ισχύει εν μέρει αυτό που λέτε αλλά σημασία έχει να δούμε την αιτία: προτιμώνται τα μικρά έργα έναντι των φιλόδοξων λόγω της πίεσης για άμεσα αποτελέσματα. Τα φιλόδοξα και ολοκληρωμένα έργα απαιτούν μελέτες και διαδικασίες ωρίμανσης που είναι χρονοβόρες, έχουν αυξημένες απαιτήσεις σε επίπεδο διοικητικών διαδικασιών (συνυπολογίζοντας και την ανάγκη για κοινωνική συμπερίληψη και διάλογο), διαδικασίες που δεν μπορούν να υποστηριχθούν από τις υποστελεχωμένες υπηρεσίες των Δήμων και δεν είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση στο πλαίσιο των έργων (όπως π.χ. οι μελέτες για αλλαγή υλικών στις πλακοστρώσεις).
Επί πλέον τα μακρόπνοα πολεοδομικά και κυκλοφοριακά θέματα απαιτούν αποφάσεις μη δημοφιλείς, όπως, η συνεισφορά των ιδιοκτητών στις απαλλοτριώσεις, ή ο περιορισμός των θέσεων στάθμευσης, αποφάσεις που έχουν τελικά «πολιτικό κόστος», με αποτέλεσμα να «μετατίθενται» σε επόμενη πολιτική θητεία, not in my term of office (NIMTOO) αγγλιστί, κατ’ αναλογία του ΝΙMΒΥ (όχι στην αυλή μου).
Αυτό που εμείς προσπαθούμε είναι ο συνδυασμός μακρόπνοων σχεδίων και άμεσων παρεμβάσεων, κάτι που απαιτεί τα μικρά, ευέλικτα, έργα να εντάσσονται σε μία ενιαία στρατηγική, αποφεύγοντας τις αποσπασματικές επιλογές, με κριτήριο την απορροφητικότητα κονδυλίων.
-Η Αθήνα είναι μια πόλη που εξοστράκισε πολύ νωρίς την αστική φύση, υπέρ μιας πυκνής και συμπαγούς δόμησης. Αυτό δημιούργησε μια αντίληψη, μια τάση, μια αισθητική που απ’ ό,τι φαίνεται είναι δύσκολο να αλλάξει. Εσείς πιστεύετε ότι τα μικρά παραδείγματα σαν το Cooling Heavens, το GreeninCities, τα Microforest που προωθεί ο Δήμος μπορούν να ανατρέψουν τις παγιωμένες καταστάσεις;
Η Αθήνα χρειάζεται πρωτίστως αύξηση των κοινόχρηστων χώρων (ΚΧ) και χώρων πρασίνου, παρά αύξηση της φύτευσης των υφιστάμενων. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξει μια μαζική στροφή των πόρων στις απαλλοτριώσεις: επισημαίνω εδώ τον ρόλο του Πράσινου Ταμείου που εισπράττει τα ποσά από τις «τακτοποιήσεις» των αυθαιρέτων, με βασικό στόχο την χρηματοδότηση των απαλλοτριώσεων, με μεγάλο έλλειμα πληροφόρησης ως προς την προέλευση των εσόδων από κάθε δήμο. Στην Αθήνα ξέρουμε ότι έχουν «τακτοποιηθεί» πάνω από 34.000.000 τ.μ. αυθαιρέτων, αλλά δεν είναι δυνατόν -λόγω της περιπτωσιολογίας της νομοθεσίας- να υπολογίσουμε το ποσόν που έχει εισπραχθεί.
Τα μεμονωμένα πιλοτικά παραδείγματα που αναφέρετε θα πετύχουν μόνο εφόσον συλλειτουργούν με άλλες παρεμβάσεις (π.χ. κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, απαλλοτριώσεις ΚΧ), εντάσσονται σε στρατηγική με χρονικούς ορίζοντες επαρκείς για άντληση συμπερασμάτων, και συνοδεύονται από μελλοντικά ανάλογα προγράμματα ώστε να έχουν πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις, δηλ. αν ρίξουν τον σπόρο μιας σταδιακής αλλαγής στην μεθοδολογία σχεδιασμού. Τα πιλοτικά έργα των Δήμων δεν έχουν παραλήπτες αποκλειστικά τους πολίτες, αλλά και τα στελέχη της διοίκησης στα οποία πρέπει να εμφυσείται το αίσθημα του «μετέχειν» και του «συμμετέχειν», ώστε να ανακαλύψουν νέες δυνατότητες, νέα πεδία του επιστημονικού τους αντικειμένου, όπως η τεχνογνωσία έργων φιλικών προς την φύση (Nature Based Solutions), κάτι που αργεί να υιοθετηθεί στη χώρα μας, παρά τα σχετικά ευρωπαϊκά στρατηγικά κείμενα. Σ΄αυτή την κατεύθυνση κινείται η παρέμβασή μας για την υλοποίηση του οικολογικού πάρκου στον Ποδονίφτη, που ευελπιστεί στην αλλαγή νοοτροπίας της Δνσης Υδραυλικών Έργων του Υπουργείου Υποδομών, έτσι ώστε να προηγείται η οριοθέτηση της φυσικής κοίτης του ρέματος έναντι των σκληρών έργων, όπως προβλέπει η νομοθεσία που έχει βασιστεί στην οδηγία για την διαχείριση των υδάτων, να αποσαφηνιστούν οι αναγκαίες απαλλοτριώσεις και κατεδαφίσεις αυθαιρέτων, να διαμορφωθούν σε φυσική αλλά επισκέψιμη κατάσταση τα πλημμυρικά πεδία και αν χρειαστεί να αναστραφούν έργα παλιότερης αντίληψης. Η διαχείριση των ρεμάτων δεν μπορεί πλέον να είναι «εργοκεντρική».
Μεγάλη συμβολή στην κλιματική βελτίωση μπορεί να έχει η ανάδειξη των ιστορικών δενδροστοιχιών της πόλης που αδικούνται λόγω των στενών πεζοδρομίων, εξ ού και το πρόγραμμα της γειτονιάς 15λ που προανέφερα αποσκοπεί στην αναβάθμιση των διαδρομών πεζών, έναντι της παλαιότερης αντίληψης των μεμονωμένων πεζοδρομήσεων. Δυστυχώς αυτό που δεν μπορεί να ενταχθεί στις λεγόμενες πράσινες και μπλε διαδρομές είναι το ιδιωτικό πράσινο (όπως προβλέπεται στο ΡΣΑ), διότι οι πρασιές του παρελθόντος έχουν σε μεγάλο βαθμό καταληφθεί από «τακτοποιημένα» αυθαίρετα.
-Σχετικά με τη δόμηση και τον ΝΟΚ. Ποια είναι η θέση του Δήμου της Αθήνας; Η σχετικότητα αυτού του Κανονισμού και οι εγγενείς δυσκολίες κάθε οριζόντιας ρύθμισης έφεραν το ΣτΕ να είναι ο απομηχανής θεός, αυτός που βγάζει το φίδι από την τρύπα. Αυτό φαντάζομαι είναι μια διεθνής πρωτοτυπία.
Η απόφαση του ΔΣ για τα ύψη στην Αθήνα βασίστηκε καθαρά στην νομολογία που είχε παγιωθεί από το ΣτΕ και τα διοικητικά δικαστήρια, ότι οι οριζόντιες νομοθετικές ρυθμίσεις δεν μπορούν να αλλοιώνουν τις ειδικές ρυθμίσεις και κανονισμούς που έχουν προκύψει από ειδικά ΠΔ/τα, μετά από μελέτη των πολεοδομικών δεδομένων και συνθηκών κάθε περιοχής και μετά από διαβούλευση και συμμετοχή των δήμων, κατοίκων κα άλλων φορέων.
Για τον λόγο αυτό ο Δήμος Αθηναίων δεν έδωσε έμφαση στα μπόνους του ΝΟΚ αλλά στον κανόνα, δηλαδή στην παραδοχή ότι το Διάταγμα του 1955 για τα ύψη όπως συμπληρώθηκε το 1978 (επί Στ. Μάνου) για τους Συντελεστές Δόμησης, είναι ειδικό διάταγμα, άρα πρέπει να εξαιρεθεί από τις γενικές προβλέψεις του ΝΟΚ για τα ύψη, στο βαθμό που αυτές αποτελούν (κατά την νομολογία) ανώτατα όρια που δεν δύναται ο κανονισμός κάθε σχεδίου να υπερβεί, δύναται όμως να τα μειώσει. Η θέση αυτή του ΣτΕ αφορά και τον ΓΟΚ/1985, αλλά επειδή η ανοικοδόμηση της περιόδου μέχρι το 2011 αφορούσε κυρίως τα προάστια, το πρόβλημα δεν είχε αναδειχθεί στην Αθήνα, και επί πλέον επιδεινώθηκε με τα μπόνους του ΝΟΚ που λειτούργησαν σωρευτικά.
Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά σε ένα ενδιαφέρον ζήτημα διοικητικής και πολιτικής επιστήμης, που είναι η σχέση του γενικού με το ειδικό: αν δεν διασφαλιστεί μια σχετική αυτονομία του Ειδικού Πολεοδομικού Κανονισμού έναντι του ΝΟΚ (κατεύθυνση που αναδείχθηκε με τις οδηγίες που εξέδωσε το ΥΧΟΠ για την εφαρμογή του ΓΟΚ στα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια της ΕΠΑ) οδηγούμεθα σε απολυταρχικές καταστάσεις που ισοπεδώνουν την τοπική ιδιαιτερότητα, την τοπική φυσιογνωμία και εν τέλει την τοπική βούληση για ποιότητα ζωής.
Επανέρχομαι στο θέμα της αποκέντρωσης αρμοδιοτήτων, ως πυρήνα της δημοκρατίας και στην οριοθέτηση του κράτους σε πραγματικά επιτελικό, που χαράσσει πολιτικές στρατηγικές, αναγνωρίζοντας τον ρόλο των τοπικών αρχών στην εξειδίκευση και εφαρμογή τους, αναγνωρίζοντας δηλαδή ότι η δημοκρατία είναι σύνθετη και δύσκολη άσκηση και τα διλήμματα που αντιμετωπίζει δεν επιλύονται δια της επιβολής. Μήπως να θυμηθούμε την προσπάθεια της χούντας να κερδίσει συναίνεση το 1968, με τον περίφημο όροφο του Παττακού;
Πιστεύω ότι στην πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ που δέχθηκε την μερική ακύρωση της απόφασης του ΔΣ του Δήμου Αθηναίων δεν εξετάστηκαν όλες οι διαστάσεις του προβλήματος, εκτιμώντας μάλιστα ότι η βάση της εισήγησης και της απόφασης ήταν ο σεβασμός στην νομολογία και η υποχρέωση της διοίκησης σε συμμόρφωση με αυτήν.
– Επειδή δηλαδή η Πολιτεία, το Κράτος, η Αυτοδιοίκηση, δεν μπορούν να συντάξουν επαρκή και επιστημονικά έγκυρα πολεοδομικά και χωροταξικά σχέδια, πετούν την μπάλα στην εξέδρα. Στην καλύτερη περίπτωση, οι πολεοδόμοι, οι αρχιτέκτονες και τα συναφή επαγγέλματα δίνουν την πάσα στους δικηγόρους – για να συνεχίσουμε με τους ποδοσφαιρικούς όρους.
Η αδυναμία να έχουμε «επαρκή και έγκυρα» χωρικά σχέδια ανάγεται στην διελκυστίνδα μεταξύ φιλοπεριβαλλοντικών και φιλοεργολαβικών τάσεων, που αντί να αναγνωριστεί και αντιμετωπιστεί ορθολογικά, καλύπτεται μέσω μιας πολιτικής διγλωσσίας (άλλο το αφήγημα και άλλο τι ισχύει), απλουστευτικών αντιπαραθέσεων (όχι άλλο τσιμέντο), πρακτικές που καλλιεργούν μια ασάφεια, που γεννά με τη σειρά της τη φάμπρικα δικαστικών προσφυγών ή νομικών ερμηνειών από το ΥΠΕΝ. Ασάφεια επίσης γεννά η αναβλητικότητα στη λήψη ρυθμιστικών αποφάσεων που θα περιορίσουν τα οφέλη της ιδιοκτησίας, όπως για παράδειγμα να παραπέμπεται στην έκδοση ειδικών ΠΔ/των η εφαρμογή των χρήσεων γης και η μείωση των συντελεστών δόμησης (ΣΔ) που προέβλεπε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) Αθήνας του 1988, πρακτική που ανέτρεψε εν μέρει η νομολογία του ΣτΕ, η οποία επέβαλε την άμεση εφαρμοσιμότητα των χρήσεων γης του ΓΠΣ. Όλα τα επίδικα πολεοδομικά θέματα κρύβουν ένα κλεφτοπόλεμο ΥΠΕΧΩΔΕ ή ΥΠΕΝ με το ΣτΕ.
Η θεσμική ασάφεια και η πολιτική αναβλητικότητα, μια ιδιόμορφη ελληνική εκδοχή της απορρύθμισης, έχουν καλλιεργήσει επί δεκαετίες την πρωτοκαθεδρία ενός «νομικού πολιτισμού» στον χωρικό σχεδιασμό τόσο στο στρατηγικό κατευθυντήριο επίπεδο της χωροταξίας, όσο και στο καθαρά πολεοδομικό επίπεδο, αλλά και στη σχέση μεταξύ τους.
-Λέτε ότι η σημερινή κατάσταση (εγώ θα την έλεγα κακή) έχει να κάνει με την ιστορία της πόλης (και της υπαίθρου) και «την αγωνία αυτού του τόπου για ζωή» για να θυμηθούμε και τον Σαββόπουλο. Αυτή ήταν τουλάχιστον μια διαχρονική ερμηνεία της Αριστεράς. Ισχύει;
Η αναφορά στην Αριστερά για τα πολεοδομικά ζητήματα είναι μεγάλο θέμα: τα κινήματα πόλης και η Αριστερά έχουν αναμφίβολα συμβάλλει στην διάσωση μιας ποιότητας ζωής και την προστασία των ελεύθερων χώρων. Πιστεύω ότι η δράση αυτή της κοινωνίας των πολιτών (ακόμα και σε ακραίες μορφές όπως οι καταλήψεις ελεύθερων χώρων) μπορεί να συμπορευτεί με τις θεσμικές ενέργειες που κάνει (ή οφείλει να κάνει) ο Δήμος, αρκεί να κατακτηθεί μια πορεία αναζήτησης συγκλίσεων, αρχίζοντας από τον στόχο, χωρίς εσωτερικές αντιπαλότητες. Οι συμμετοχικές διαδικασίες, που καταγράφονται σε κάθε εγχειρίδιο πολεοδομίας, παρέχουν τεχνικά εργαλεία στην διαχείριση των συγκρούσεων, με την μορφή συμβιβαστικών λύσεων, αλλά από την εμπειρία μου, αυτό που λειτουργεί ως εμπόδιο είναι η φοβία (όχι μόνο της Αριστεράς) μήπως η διάθεση εξεύρεσης λύσεων σε κοινό τραπέζι εκληφθεί ως υποστολή της αγωνιστικότητας, ή συνενοχή. Μήπως πρέπει να αποφασίσουμε αν η «αγωνία αυτού του τόπου για ζωή» εξυπηρετείται καλύτερα από την εξεύρεση λύσεων, ακόμα και ρεφορμιστικού τύπου, παρά από την διατήρηση μιας «επαναστατικής παρθενίας». Να δεχθούμε δηλαδή ότι η διαιώνιση μιας σύγκρουσης, συνήθως με το αυτονόητο αίτημα για αύξηση του πρασίνου, χωρίς αξιολόγηση των ενδιάμεσων επιτυχιών του κινήματος και χωρίς αναγνώριση των εκάστοτε θεσμικών ορίων, ευνοεί εν κατακλείδι την αναπαραγωγή του πολιτικαντισμού και των πελατειακών πρακτικών, που αποζητούν την διατήρηση της υπόθεσης ανοικτής. Είναι τυχαίο ότι ακόμα και μη αριστερές αυτοδιοικητικές παρατάξεις δεν διστάζουν να υπονομεύσουν τις ρεαλιστικές λύσεις, ευθυγραμμιζόμενες με απλουστευτικά αιτήματα;
Μου θυμίζουν τον γηραιό δικηγόρο του ανέκδοτου που επέπληξε τον γιο του όταν «έκλεισε» την υπόθεση του γραφείου που είχε επί χρόνια συντηρήσει την οικογένεια, τον είχε σπουδάσει, παντρέψει κλπ κλπ.
-Ας δεχτούμε ότι η οικονομία και οι πολλές έκτακτες συνθήκες (π.χ. Εμφύλιος, Δικτατορία) βρίσκονται στη βάση της «πολεοδομικής εκτροπής». Έτσι δημιουργήθηκαν νοοτροπίες και η κουλτούρα του μπετόν. Εκτός όμως από τις νοοτροπίες, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι σήμερα υπάρχουν κυρίως ιδιοτελείς λόγοι: τόσο οι περισσότεροι πολίτες, όσο και οι κυβερνώντες, θεωρούν ότι η οικοδομική δραστηριότητα είναι η ατμομηχανή της ανάπτυξης. Επομένως, το φυσικό περιβάλλον έχει να ανταγωνισθεί έναν πολύ δύσκολο αντίπαλο. Η οικοδομή και οι σκληρές υποδομές παράγουν αξία και η οικονομία κερδίζει σε αυτόν τον ανταγωνισμό, έστω και βραχυπρόθεσμα. Το ρέμα γίνεται λεωφόρος γιατί το θέλει η αγορά και όχι εξαιτίας μιας διαστροφής. Μετά έρχεται η διαστροφή: όλοι νομίζουν ότι η Καλλιρρόης ήταν πάντα δρόμος.
Δεν είμαι σίγουρη για την διάγνωση πολεοδομικής εκτροπής. Εγώ βλέπω μια συνεχή διαμάχη μεταξύ προσπαθειών ορθολογικού σχεδιασμού και συμφερόντων (απληστίας όμως!). Ιδιοτελείς λόγοι υπήρχαν πάντα: αν διαβάσετε το βιβλίο του Κ. Μπίρη για την Αθήνα, ή απλές εγκυκλίους που προσπαθούν να ελέγξουν την αυθαίρετη δόμηση στην δεκαετία του 50, θα δείτε ότι η μάχη με το τέρας της ιδιοτέλειας είναι διαχρονική όπως και η αλληλοτροφοδότηση τέρατος / πελατειακών σχέσεων
Στην πραγματικότητα δεν είναι το φυσικό περιβάλλον που δέχεται πλήγμα από τα συμφέρονται, αλλά ο σχεδιασμός που υποθάλπει έναν εσωτερικό εχθρό: τα ίδια τα όργανα του σχεδιασμού (όπως το ΚΕΣΥΠΟΘΑ) προτιμούν να δίνουν ερμηνείες που ευνοούν την ιδιωτική ανοικοδόμηση παρά την εφαρμογή των πολεοδομικών σχεδίων. Το αφήγημα της οικοδομής ως ατμομηχανής της ανάπτυξης είναι η τίμια εκδοχή αυτού του μοντέλου. Το πρόβλημα αντίθετα είναι η πολιτική διγλωσσία, των «πράσινων εργαλείων», που θολώνει τα νερά και δεν επιτρέπει την πραγματική διάγνωση και επεξεργασία σαφών λύσεων. Σ΄αυτό συμβάλλει και η καλλιέργεια αντιπαλότητας με τον Συμβούλιο Επικρατείας ή με τους «αιθεροβάμονες οικολόγους».
-Με το «οικολογικό μπόνους» του ΝΟΚ και με τα ενεργειακά κτίρια τελείωσαν και οι τελευταίες γειτονιές με τα παλιά αστικά κτίρια μέσα και γύρω από την Αθήνα: ξεκινήσαμε με το Λυκαβηττό και συνεχίσαμε με τη Νέα Σμύρνη, το Μοσχάτο, το Π. Φάληρο και την παραλιακή ζώνη. Για τα δυτικά προάστια δεν συζητάω. Έχουν τελειώσει προ πολλού. Από τότε που αρχίσανε. Έχει γλυτώσει μόνο η Πλάκα, το Μετς (ελπίζω) και τα ακριβά προς τα βόρεια. Για έναν παραπάνω όροφο χάσαμε την ιστορία της Αθήνας και φέραμε πιο κοντά την κλιματική δυστοπία. Βέβαια ο Δήμος δεν είχε καμιά δικαιοδοσία. Ίσως όμως εκεί να βρίσκεται το κλειδί.
Η Πλάκα, το Μετς και άλλες γειτονιές του ιστορικού κέντρου έχουν ειδικά ΠΔ/τα που εκδόθηκαν με παρέμβαση των κατοίκων, τα οποία ελέγχουν τις χρήσεις γης και δεν επιτρέπουν την εφαρμογή ορισμένων από τα bonus. Για τα δυτικά προάστια δεν συμφωνώ ότι έχουν τελειώσει. Αντίθετα, όπου διατηρείται χαμηλή δόμηση και όπου έχουν περάσει αξιόλογοι Δήμαρχοι, οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι είναι επαρκείς.
Το σοβαρότερο και λιγότερο γνωστό από τα bonus του ΝΟΚ είναι ότι όταν κατεδαφίζεις ένα παλιό κτίριο παίρνεις επί πλέον σ.δ. για το καινούργιο, το ήμισυ του εμβαδού του κατεδαφισμένου… Αυτή η παντελώς παράλογη διάταξη (θεωρείται πράσινη επειδή υλοποιεί «απόσυρση κτιρίων», ξεχνώντας ότι ο όρος υπονοεί κατεδάφιση και απόδοση σε κοινή χρήση ως ελεύθερος χώρος, όχι νέα υπερδιπλάσια οικοδόμηση) έχει γεννήσει κύμα κατεδαφίσεων των μεσοπολεμικών κτιρίων που αλλοιώνει δραστικά την φυσιογνωμία των γειτονιών μας. Το κίνημα διαμαρτυρίας για τις κατεδαφίσεις έχει ακόμα πενιχρά αποτελέσματα, ενώ ο Δήμος δυστυχώς δεν έχει θεσμικό ρόλο να παρέμβει.
Για την κλιματική δυστοπία έχουν κρίσιμο ρόλο το Παραλιακό Μέτωπο, οι Ορεινοί Όγκοι και τα Μητροπολιτικά Πάρκα, επειδή λειτουργούν ως ζώνες διείσδυσης της φύσης στην πόλη. Ας θυμηθούμε την ιδέα που είχε διατυπωθεί με αφορμή το Ελληνικό: η δυνατότητα αξιοποίησης μέρους του αεροδρομίου προς όφελος της χρηματοδότησης απαλλοτριώσεων σε άλλες πιο κεντρικές και πιο πυκνοδομημένες περιοχές του Λεκανοπεδίου, όπου το πράσινο μπορεί να συμβάλλει περισσότερο στην κλιματική βελτίωση και στον έλεγχο των φαινομένων θεσμικής νησίδας. Μια πρωτοποριακή ιδέα χωρικής και κλιματικής δικαιοσύνης που πήγε χαμένη! Το πρόγραμμα του Ποδονίφτη, που προανέφερα, φιλοδοξεί στην συμπλήρωση των μητροπολιτικών πάρκων στον δήμο μας, ως «σφήνες πρασίνου» στον αστικό ιστό: ανατολικά το Γουδή /Υμηττός, δυτικά ο Βοτανικός στον Ελαιώνα και βόρεια ένα πράσινο τόξο με άξονα τα πάρκα Ποδονίφτη και Προμπονά.
-Να πούμε όμως και το εξής: η υπεράσπιση των ελεύθερων χώρων (και των χώρων πρασίνου) ματαιώνεται συχνά από την μετατροπή των χώρων αυτών σε σκουπιδότοπους. Όλοι θα συμφωνούσαν ότι αυτό είναι απαράδεκτο, όμως συμβαίνει και χειροτερεύει. Υπάρχει φάρμακο;
Δεν ξέρω για σκουπιδότοπους μάλλον σε πάρκινγκ μεταμορφώνονται τα «αστικά κενά». Συνήθως πρόκειται για ιδιοκτησίες αγνώστων ή υπό απαλλοτρίωση σε χρονίζουσα εκκρεμότητα ή και οικόπεδα κρατικών φορέων. Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Πάντως δεν νομίζω ότι έχουμε χώρους κοινόχρηστους που δεν έχουν διαμορφωθεί σαν τέτοιοι, παρά μόνο αν η απαλλοτρίωση δεν έχει τελεσιδικήσει, όπως π.χ. στον Ελαιώνα, ή στην περιοχή Ακαδημίας Πλάτωνος, όπου κάποια οικόπεδα με χρήση σκραπατζίδικων ή πάρκινγκ φορτηγών είναι ρυμοτομούμενα από σχέδιο του 1968 που προέβλεπε ένα δρόμο πλάτους 40 μέτρων. Σήμερα προχωράμε την αναμόρφωσή του ώστε να γίνει εφαρμόσιμο (είναι αναρτημένο και δέχεται ενστάσεις), αλλά και την διαμόρφωση μιας έκτασης, γνωστής ως λαχανόκηποι, που έχει μετά από χρόνια απαλλοτριωθεί.
Ακόμα και στο κέντρο της πόλης έχουμε φαινόμενα άτυπων πάρκινγκ: π.χ. η ζώνη μπροστά στο κολυμβητήριο στην Αρδηττού, που θεωρείται εκτός σχεδίου (ή ευρύς κοινόχρηστος χώρος) και δεν μπορούμε να την διαμορφώσουμε ή να ορίσουμε απαγόρευση στάθμευσης!
Φυσικά μια λύση θα ήταν η προσωρινή χρήση από τον Δήμο ή τοπικές συλλογικότητες, αλλά δεν υπάρχει θεσμικό πλαίσιο. Προσωπικά βλέπω θετικά τις καταλήψεις, που σε πολλές χώρες επιτρέπονται και νομοθετικά (squatting). Θα έχετε παρακολουθήσει υποθέτω το θέμα guerilla gardening (κηπευτικό αντάρτικο), ή θα έχετε δει εκτάσεις γύρω από την Αττική οδό που χρησιμοποιούνται για γήπεδα κρίκετ από Ινδούς ή Πακιστανούς, που έχουν παράδοση σ’ αυτό το άθλημα. Ο σχεδιασμός και αξιοποίηση ζωνών τέτοιου τύπου, «στις παρυφές των σχεδίων» έχει ενταχθεί σε προτάσεις μας για ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, και μάλιστα συμμετοχικού σχεδιασμού, που ευελπιστώ να πετύχουμε.
-Ξέρετε κάτι για το Γουδή που προαναφέρθηκε; Υπάρχει δηλαδή κάποια καλή σκέψη για το μέλλον εκτός από τα γηπεδάκια 5Χ5; Τις προάλλες που πέρασα, υπάρχει ακόμα μια ταμπέλα στον μανδρότοιχο «Οδοντιατρείον της Φρουράς των Αθηνών».
Το Μητροπολιτικό Πάρκο Γουδή είναι ένα θέμα πρόσφορο για case study κακοδιαχείρισης της δημόσιας περιουσίας, αποσπασματικών παρεμβάσεων/ κατατμήσεων (κακή πρακτική του 2004) και αδυναμίας επίλυσης προβλημάτων, όταν η Αυτοδιοίκηση αρνείται να θέσει επί τάπητος λύσεις ουσίας, και ανάγει τα πάντα στο αίτημα «ίδρυση φορέα διαχείρισης», αίτημα που οδηγεί στην διαιώνιση της ανοικτής υπόθεσης, όπως λέγαμε για τον γηραιό δικηγόρο…
Οι πρακτικές διμερούς ή τριμερούς συνεννόησης (Δήμου και κράτους) και προωθητικών συμβιβασμών για να υλοποιηθεί ένα όραμα είναι άγνωστες, ενώ επίσης υποτιμούνται και τα ένδικα μέσα: παραλάβαμε καταστάσεις όπου το ΤΕΘΑ ενοικιάζει σε ιδιώτες εκτάσεις που ο Δήμος Αθηναίων έχει δηλώσει σαν δικές του στο Κτηματολόγιο, ενώ η ΕΤΑΔ νοικιάζει στον Δήμο εκτάσεις που θα όφειλε να διεκδικήσει ως δικές του. Παράλληλα, παρά το ΠΔ του 2011 που απαγορεύει τη διέλευση ή στάθμευση αυτοκινήτων στο Πάρκο, η δημοτική Αστυνομία και η τροχαία αδυνατούν να βάλουν κλήσεις.
Στον Δήμο πήραμε μια απόφαση να κόψουμε τον γόρδιο δεσμό, με όχημα την εκπόνηση Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου, για να προχωρήσουμε σε ρυμοτομικό σχέδιο. Αποφασίσαμε δηλαδή να ενεργοποιήσουμε τα πολεοδομικά εργαλεία που διαθέτουν οι Δήμοι από το 1923, για να συνδιαλλαγούμε βάσει σχεδίου με τους κρατικούς φορείς, ενώ παράλληλα εξετάζουμε νομικά τα ιδιοκτησιακά μας δικαιώματα, που είναι σε εκκρεμότητα λόγω της ελλιπούς εφαρμογής του Νόμου Αβέρωφ του 1977, που προέβλεψε την απόδοση στους δήμους Αθηναίων και Ζωγράφου της έκτασης 965 στρεμμάτων. Το οδοντιατρείο απλά δηλώνει την μη αποχώρηση του στρατού από το ανενεργό στρατόπεδο Βαρύτη, μέρος των 965 στρεμμάτων.
Τέλος, με πρωτοβουλία του Δήμου Αθηναίων έχουμε υποβάλλει στο ΥΠΕΝ, από κοινού με τους Δήμους Παπάγου και Ζωγράφου, προτάσεις για την βελτίωση του προς θεσμοθέτηση ΠΔ/τος, ώστε οι προβλέψεις του για αποτροπή της διαμπερούς κίνησης και στάθμευσης να είναι άμεσα εφαρμόσιμες, προ της έγκρισης ρυμοτομικού σχεδίου και χωρίς την ίδρυση φορέα. Αυτό που βλέπω σαν επόμενο βήμα είναι η επεξεργασία προτάσεων χρηματοδότησης έργων, που θα έχουν όμως προκύψει από το συνολικό σχέδιο και δεν θα το ανατρέπουν, μέσω του κοινωνικού κλιματικού ταμείου και του ομώνυμου εθνικού σχεδίου. Είναι κρίμα να σπαταλώνται χρήματα σε έργα «αναπλάσεων» τύπου buisiness as usual, ενώ ένας τόσο πολύτιμος φυσικός πόρος στην Αθήνα, λειτουργεί ως «αστικό κενό».
-Τι κάνουν οι άλλες χώρες, εκείνες δηλ. που βάζουν σε αρκετές περιπτώσεις τα «κοινά αγαθά» πάνω από το προσωπικό και στενά οικονομικό κέρδος; Έχετε ταξιδέψει στο εξωτερικό, άρα κάτι θα ξέρετε.
Πιστεύω ότι η βασική μας διαφορά από τις πόλεις με πετυχημένη διαχείριση της αστικής ανάπτυξης είναι η έλλειψη ισχυρής αυτοδιοικητικής παράδοσης, και η συνεπαγόμενη έλλειψη συμμετοχής και εμπιστοσύνης των πολιτών στις διαδικασίες σχεδιασμού. Δύο παραδείγματα:
Πρώτον η ένταξη της στεγαστικής πολιτικής στον πολεοδομικό σχεδιασμό υπό την αιγίδα ενός οικονομικά εύρωστου Δήμου, που είναι ο κανόνας στην Ευρώπη, επιτρέπει αφενός την καλλιέργεια μιας ενεργού σχέσης κοινωνικής πολιτικής με τους ευάλωτους δημότες, αφετέρου την εφαρμογή εργαλείων πολιτικής γης προς τους developers με στόχο την ανάληψη υποχρεώσεων συμβολής στα κοινά ως αντιστάθμισμα του ιδιωτικού οφέλους (π.χ. υποχρεώσεις παροχής και διαμόρφωσης κοινόχρηστων χώρων ή κοινωφελών κτιρίων και υποδομών ή ποσοστού κοινωνικής κατοικίας σε κάθε νέα κατασκευή κλπ). Αυτά βασίζονται σε σχετικά ευέλικτη νομοθεσία που αφήνει στον Δήμο περιθώρια αυτενέργειας, επιβάλλει την τήρηση συμμετοχικών διαδικασιών (παρότι χρονοβόρες) προ της λήψης αποφάσεων, ευνοεί την επενδυτική συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα και κρατικούς φορείς, και συχνά, στις πιο προωθημένες περιπτώσεις, παρέχει ακόμα και νομοθετικές αρμοδιότητες στην αυτοδιοίκηση.
Οι προσπάθειες των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης με τις εισφορές γης και χρήματος του Συντάγματος του 1975, την ίδρυση της ΔΕΠΟΣ (δημόσια επιχείρηση πολεοδομίας, οικισμού και στέγασης, 1976), τα εργαλεία όπως ο κοινωνικός συντελεστής δόμησης του 1983 και η Επιχείρηση Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης (ΕΠΑ) αποσκοπούσαν στην απόδοση ενός τέτοιου ρόλου στους Δήμους, και η αξιολόγηση της πορείας τους είναι μια καλή συγγραφική άσκηση για το μέλλον.
Δεύτερον η διαχείριση των χρήσεων γης δεν γίνεται άπαξ με την θεσμοθέτηση των ζωνών χρήσεων (zoning) αλλά και με την έκδοση οικοδομικής άδειας δόμησης ή αλλαγής χρήσης για κάθε κτίριο, με δεδομένο ότι ο Δήμος έχει ισχυρό ρόλο στην αδειοδότηση λειτουργίας, αλλά και εξουσία τοπικής φορολόγησης που επιτρέπει την υιοθέτηση κινήτρων, αντικινήτρων κατά περίπτωση για τον έλεγχο της ανάπτυξης χρήσεων.
Αυτό το πλέγμα εξουσιών και αρμοδιοτήτων επιτρέπει στην αυτοδιοίκηση την υιοθέτηση πρακτικών ολοκληρωμένης αντιμετώπισης των πολεοδομικών προβλημάτων/ λύσεων (urban management), αλλά ταυτόχρονα ευνοούν τον έλεγχο από τους δημότες στις τοπικές αρχές και την αξιολόγηση του πραγματικού έργου διαχείρισης των κοινών, χωρίς να είναι εύκολη η διάχυση ευθυνών, όπως συμβαίνει στη χώρα μας.
-Φτάνει μια δημαρχιακή θητεία για να αλλάξει η πόλη;
Όχι, αλλά είναι αρκετή για να τεθούν νέες βάσεις, τουλάχιστον σε ορισμένα από τα μέτωπα. Δυστυχώς είναι πολλά τα πεδία παγιωμένων κακών διοικητικών πρακτικών και οι δυνάμεις μας (ανθρώπινες και υλικές) περιορισμένες ….
—–
H Μάρω Ευαγγελίδου είναι Αντιδήμαρχος Αστικής Αναζωογόνησης και Ανθεκτικότητας στον Δήμο Αθηναίων. Έχει εργαστεί, ως αρχιτέκτων πολεοδόμος στον Οργανισμό Αθήνας, το Υπ. Περιβάλλοντος, ως ιδιώτης μελετήτρια και ως διδάσκουσα στην Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Ανέπτυξε κοινωνική δράση μέσω των Συλλόγων: Πολεοδόμων/Χωροτακτών, Αρδηττός, «Κίνημα για την Προστασία Ελεύθερων Χώρων», «Δίκτυο για το Ιστορικό Κέντρο» και το Τεχνικό Επιμελητήριο. Έχει διατελέσει Γεν. Γραμματέας Περιβάλλοντος και μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Πολεοδόμων.