Το δόγμα Τραμπ, με την ολομέτωπη επίθεση στις ΑΠΕ και την Πράσινη Μετάβαση, πέρασε δυστυχώς και τα σύνορα της Ευρώπης. Έφτασε μέχρι και την Ελλάδα, η οποία μέχρι πρότινος ήταν το σύμβολο της από-ανθρακοποίησης, κυρίως με την προσπάθεια απαγκίστρωσης από τον λιγνίτη. Στην εκστρατεία αυτή επιστρατεύονται δυστυχώς και τέως επιφανείς πολιτικοί, χωρίς προφανές κίνητρο.
«Η Πράσινη Μετάβαση και οι βεβιασμένες κινήσεις γύρω, από το φυσικό αέριο, είναι ο κύριος λόγος της ακρίβειας του ηλεκτρικού ρεύματος» είπε σε πρόσφατη εκδήλωση ο τ. πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς. Τη στιγμή μάλιστα που οι ΑΠΕ έχουν ρίξει θεαματικά το κόστος τους, και η αγορά τις έχει επιβραβεύσει με την αύξηση της διείσδυσης, σχεδόν στο 30%. Όχι βέβαια. Αν υπάρχει πρόβλημα με την τιμή του ρεύματος, που υπάρχει, δεν φταίνε ούτε οι ΑΠΕ ούτε η Πράσινη Μετάβαση. Όπως θα δείτε και στα κείμενα που δημοσιεύονται παρακάτω (Π. Παπασταματίου, Α. Παπαλεξόπουλος), το πρόβλημα βρίσκεται αλλού: στην υπερβολική εξάρτηση της τιμής του ηλεκτρισμού από την χονδρεμπορική αγορά και δη την Ευρωπαϊκή. Για να το πούμε διαφορετικά: η μεγάλη διακύμανση των τιμών στην χονδρεμπορική, δεν επιτρέπει σήμερα στις ΑΠΕ να αποδείξουν – με αποτύπωση στους λογαριασμούς του ρεύματος- ότι είναι μακράν η φθηνότερη πηγή ενέργειας και ο μόνος δρόμος για την επίτευξη των στόχων της αντιμετώπισης της Κλιματικής Αλλαγής. Σωστά κάνει ο πρωθυπουργός και στέλνει σημειώματα διαμαρτυρίας στην κα Βαν Ντερ Λάιεν, αλλά μάλλον δεν της έχει εξηγήσει με σαφήνεια το πρόβλημα.
Καθώς η οικονομία και η κατανάλωση αντιμετωπίζουν αυξανόμενες προκλήσεις οι οποίες σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, τη μείωση των αποθεμάτων των ορυκτών καυσίμων και την αύξηση της ζήτησης ενέργειας, η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια έχει γίνει πιο κρίσιμη από ποτέ. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), όπως η ηλιακή, η αιολική, η υδροηλεκτρική και η γεωθερμική ενέργεια, μεταμορφώνουν το παγκόσμιο ενεργειακό τοπίο, παρέχοντας βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις και εκτοπίζοντας τα παραδοσιακά ορυκτά καύσιμα.
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αντιπροσωπεύουν πλέον (περίπου) το 30% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας παγκοσμίως, με την υδροηλεκτρική ενέργεια να αποτελεί τον κύριο παράγοντα, ακολουθούμενη από την αιολική και την ηλιακή ενέργεια. Όλες οι χώρες, άλλες λιγότερο άλλες περισσότερο, έχουν πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις, επιταχύνοντας την παγκόσμια στροφή προς καθαρότερες πηγές.
Παρά τους κλυδωνισμούς από τις πολιτικές εξελίξεις (Ουκρανία, ΗΠΑ), η πράσινη μετάβαση φαίνεται μονόδρομος και ο στόχος για 80% ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μέχρι το 2050, φαίνεται εφικτός.
.
Ενώ όμως η πράσινη μετάβαση προχωρά, εξακολουθούν να υπάρχουν αρκετά ανοιχτά θέματα τα οποία μάλιστα τροφοδοτούν τον σκεπτικισμό. Η αποθήκευση ενέργειας για παράδειγμα, παραμένει κρίσιμη καθώς οι ΑΠΕ είναι διαλείπουσες και η κατανομή τους στη διάρκεια της ημέρας δεν συμπίπτει με την καμπύλη κατανάλωσης. Αυτό μας αναγκάζει να στραφούμε στην δι-εποχιακή και ημερήσια αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας ώστε αυτή να μπορεί να περάσει στο δίκτυο με τον καλύτερο (ενεργειακά και οικονομικά) τρόπο. Στην Ελλάδα, ο σοβαρός ετεροχρονισμός ανάμεσα στη ζήτηση και την παραγωγή, οδηγεί συχνά τον διαχειριστή του δικτύου σε περικοπές (σταμάτημα λειτουργίας των ΑΠΕ) ώστε να αποφευχθούν ανεπιθύμητες παρενέργειες στο δίκτυο.
Επίσης, ο εκσυγχρονισμός των ενεργειακών δικτύων είναι καταφανώς απαραίτητος, καθώς οι παραδοσιακές υποδομές δεν έχουν σχεδιαστεί για να φιλοξενούν την αποκεντρωμένη παραγωγή. Για την αποθήκευση μεγάλης κλίμακας, το υψηλό αρχικό κόστος των απαιτούμενων (ιδιωτικών) επενδύσεων μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο, αν και μακροπρόθεσμα η εξοικονόμηση είναι σε θέση να εξασφαλίσει τις αποσβέσεις. Προς το παρόν όμως, τα μεγάλα έργα όπως είναι η αντλησιοταμίευση – με την αξιοποίηση της δυναμικής ενέργειας του νερού σε ανύψωση – στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό και στις επιδοτήσεις κεφαλαίων (Ταμείο Ανάκαμψης) ή επιτοκίων (Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων).
Παρά τις δυσκολίες αυτές, οι τεχνολογικές εξελίξεις, η αυξημένη ευαισθητοποίηση του κοινού και η πολιτική υποστήριξη ορισμένων κυβερνήσεων, οδηγούν το «όχημα» στη σωστή κατεύθυνση – τουλάχιστον στην Ευρώπη. Η ανάπτυξη έξυπνων δικτύων, εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης και η ευελιξία των αποκεντρωμένων συστημάτων, θα ενισχύσουν περαιτέρω την αποδοτικότητα και την προσβασιμότητα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Οι πόλεις, οι περιφέρειες, οι βιομηχανίες, οι τράπεζες, η αυτοδιοίκηση και οι πολίτες, έχουν όλοι να διαδραματίσουν τον δικό τους διακεκριμένο ρόλο στη διασφάλιση της επιτυχούς μετάβασης σε ένα μέλλον καθαρής ενέργειας. Οι επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη, στις υποδομές και στα θεσμικά εργαλεία (όπως είναι οι ρυθμιστικές αρχές) θα καθορίσουν πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά μπορεί ο κόσμος να εγκαταλείψει τα ορυκτά καύσιμα.
Η στροφή προς ένα βιώσιμο ενεργειακό μέλλον έχει ήδη ξεκινήσει αλλά ο κρίσιμος παράγοντας είναι ο χρόνος, οι κρυφές πολιτικές σκοπιμότητες και ο ρυθμός της αλλαγής.
Ηλίας Ευθυμιόπουλος