Εξωτερικές εξαρτήσεις, εσωτερικές ασυμμετρίες και δημοσιονομικοί περιορισμοί εξακολουθούν να περιορίζουν την ικανότητα της ΕΕ να επενδύει εκεί όπου η ανάγκη είναι μεγαλύτερη. (Με βάση ευρήματα έρευνας του Journal of Industrial and Business Economics, 2025)

Ο πόλεμος στην Ουκρανία κατέστησε σαφές με οδυνηρό τρόπο ότι, μεταξύ πολλών άλλων, η μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από τα ορυκτά καύσιμα δεν αφορά πλέον μόνο την καταπολέμηση της Κλιματικής Αλλαγής. Αφορά επίσης την πρόληψη μελλοντικών πληθωριστικών κλυδωνισμών – όπως αυτοί που διέβρωσαν την αγοραστική δύναμη των Ευρωπαίων εργαζομένων μεταξύ 2022 και 2024, καθώς και την οικονομική κυριαρχία της ΕΕ (σε ορισμένους τουλάχιστον τομείς).

Ενώ οι στόχοι για την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές και για το κλίμα παραμένουν εξαιρετικά επιτακτικοί, η επιτάχυνση της μετάβασης προς ένα ενεργειακό σύστημα χωρίς ορυκτά καύσιμα και τεχνολογικά αυτόνομο – από τις μπαταρίες έως τα φωτοβολταϊκά (φ/β) – έχει καταστεί ζωτικής σημασίας για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας και τη διασφάλιση ενός βιώσιμου μοντέλου ανάπτυξης. Ωστόσο, αυτό κάθε άλλο παρά εύκολο είναι. Η πορεία προς τα εμπρός είναι γεμάτη εμπόδια: εξωτερικές εξαρτήσεις, εσωτερικές ασυμμετρίες και δημοσιονομικοί περιορισμοί εξακολουθούν να περιορίζουν την ικανότητα της ΕΕ να επενδύει εκεί όπου υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη.

Η ΕΕ εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές για τις περισσότερες από τις πρώτες ύλες, τις τεχνολογίες και τα κατασκευαστικά «πακέτα» που απαιτούνται για την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης. Αυτή η ευπάθεια προκύπτει εν μέρει από το έλλειμα, εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες, προσανατολισμού της βιομηχανικής πολιτικής, καθώς και εξαιτίας των ανεπαρκών επενδύσεων σε καθαρές τεχνολογίες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι βιομηχανικές προτεραιότητες διαμορφώθηκαν από τα συμφέροντα των κυρίαρχων εξαγωγικών τομέων – ιδιαίτερα των μεγάλων κατασκευαστών αυτοκινήτων – οι οποίοι, θαμπωμένοι από τα τεράστια κέρδη τους (που σχετίζονται με το πετρέλαιο) παρέμειναν απρόθυμοι να στραφούν προς πράσινες εναλλακτικές λύσεις.

Επιπλέον, η έλλειψη κοινού προϋπολογισμού της ΕΕ και η ύπαρξη δημοσιονομικών κανόνων που περιορίζουν την δυνατότητα δημόσιων επενδύσεων καθιστούν την πρόοδο ακόμη πιο δύσκολη, ειδικά επειδή όσοι προηγούνται σε αυτόν τον τεχνολογικό αγώνα (κυρίως η Κίνα) μπορούν να βασίζονται σε πολύ πιο άφθονους πόρους. Επίσης, οι εμπορικοί και τεχνολογικοί πόλεμοι του Τραμπ είναι πιθανόν να περιπλέξουν περαιτέρω την ευρωπαϊκή κατάσταση, εισάγοντας νέα και πρωτόγνωρα επίπεδα πολυπλοκότητας.

Ένα τρίτο στοιχείο είναι ότι η ΕΕ αντιμετωπίζει βαθιές εσωτερικές διαιρέσεις. Οι χώρες που αναμένεται να αντιμετωπίσουν υψηλότερα κόστη αναδιάρθρωσης για την πράσινη μετάβαση συχνά δεν διαθέτουν ούτε τις παραγωγικές/τεχνολογικές ικανότητες, ούτε και τη δημοσιονομική ικανότητα που απαιτείται για τη στήριξη αυτών που θα χάσουν εργασίες στον συμβατικό ενεργειακό τομέα, ή των περιφερειών που πλήττονται περισσότερο.

Παρά τον πολλαπλασιασμό των πρωτοβουλιών πολιτικής (Πράσινη Νέα Συμφωνία,  REPowerEU) με στόχο την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης, οι Κοινοτικοί πόροι παραμένουν ανεπαρκείς. Ομοίως, φαίνεται να υπάρχει μικρή ευαισθητοποίηση σχετικά με τη σημασία του συνδυασμού των προσπαθειών απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές με τη μείωση των εσωτερικών ελλειμάτων.

Σε αυτό το πλαίσιο, η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα κράτη μέλη της ΕΕ τοποθετούνται όσον αφορά την ενεργειακή ευπάθεια και ανθεκτικότητα (δηλ. πόσο επιρρεπή είναι σε ενεργειακά σοκ, ποιο κοινωνικοοικονομικό κόστος είναι πιθανόν να προκύψει, και πόσο γρήγορα μπορούν να ανακάμψουν) καθίσταται ζωτικής σημασίας για την αξιολόγηση της επάρκειας των τρεχουσών πολιτικών, τόσο σε εθνικό όσο και σε Κοινοτικό επίπεδο.

Ενεργειακή ευπάθεια και ανθεκτικότητα

Σε πρόσφατη μελέτη του Journal of Industrial and Business Economics (Dario Guarascio, Jelena Reljic & Francesco Zezza, Feb 2025) παρέχεται μια λεπτομερής χαρτογράφηση των διαρθρωτικών παραγόντων που διαμορφώνουν την ενεργειακή ευπάθεια και ανθεκτικότητα σε ολόκληρη την ΕΕ. Με βάση αυτή τη χαρτογράφηση, μπορούμε να αξιολογήσουμε κατά πόσον οι τρέχουσες πράσινες βιομηχανικές πολιτικές είναι πιθανό να επιδεινώσουν τις εσωτερικές διαιρέσεις – αποδυναμώνοντας περαιτέρω την ΕΕ στο νέο παγκόσμιο πλαίσιο – ή αντίθετα να προωθήσουν τη Σύγκλιση, επιτρέποντας στις περιφέρειες της … περιφέρειας να καλύψουν τη διαφορά.

Η ενεργειακή ευπάθεια αναφέρεται στον βαθμό στον οποίο μια χώρα εκτίθεται σε ενεργειακά σοκ – είτε λόγω υπερβολικής εξάρτησης από εισαγωγές και ορυκτά καύσιμα ή επειδή έχει περιορισμένο αριθμό προμηθευτών. Η ανθεκτικότητα, από την άλλη πλευρά, αντανακλά την ικανότητα μιας χώρας να προσαρμόζεται, να διαφοροποιεί τις πηγές, να αυξάνει την εγχώρια ικανότητα παραγωγής τεχνολογίας και να προστατεύει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις από τις οικονομικές επιπτώσεις.

Αυτές οι δυο (η ευπάθεια και η ανθεκτικότητα) δεν είναι συμμετρικές έννοιες. Μια χώρα μπορεί να είναι ιδιαίτερα ευάλωτη (να εξαρτάται από το ρωσικό αέριο, για παράδειγμα) αλλά να εξακολουθεί να είναι ανθεκτική (λόγω της ισχυρής δημοσιονομικής της ικανότητας ή των υποδομών σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας). Αντίθετα, μια χώρα με χαμηλή ευπάθεια μπορεί να εξακολουθεί να μην έχει την ανθεκτικότητα που απαιτείται για να αντιμετωπίσει έναν κλυδωνισμό.

Βασιζόμαστε λοιπόν σε ένα  σύνολο δεικτών τους οποίους θα επιχειρήσουμε να ομαδοποιήσουμε σε πέντε κύριους άξονες: διαθεσιμότητα ενέργειας (εξάρτηση από εισαγωγές, μείγμα εφοδιασμού)· οικονομική προσιτότητα της ενέργειας (τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, ευάλωτα νοικοκυριά)· τεχνολογικές δυνατότητες (πράσινα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, Ε&Α)· ενεργειακή ένταση (ενέργεια που χρησιμοποιείται ανά μονάδα ΑΕΠ)· και τέλος περιβαλλοντική βιωσιμότητα (εκπομπές CO2, χρήσεις γης).

Παρόλο που το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα έχει αυξηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η ΕΕ στο σύνολό της εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα ορυκτά καύσιμα (Γράφημα 1). Το 2022, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αντιπροσώπευαν το 60% του ενεργειακού εφοδιασμού της ΕΕ, ενώ οι εισαγωγές κάλυψαν πάνω από το 63% της ακαθάριστης διαθέσιμης ενέργειας.

Γράφημα1. Πρωτογενής ενέργεια ανά χώρα στην ΕΕ των 27.  Η Ελλάδα, στο μέσον περίπου του πίνακα, παρουσιάζει ακόμα μεγάλη εξάρτηση από πετρέλαιο και φυσικό αέριο (πράσινο χρώμα και πορτοκαλί), ενώ οι ΑΠΕ έχουν μια συμμετοχή της τάξης του 15%.

Ωστόσο, όπως συμβαίνει συχνά, οι μέσοι όροι σε επίπεδο ΕΕ κρύβουν έντονες εθνικές διαφορές. Τα κράτη μέλη διαφέρουν σημαντικά όσον αφορά την εξάρτηση από τις εισαγωγές, την ενεργειακή ένταση, την οικονομική προσιτότητα και την τεχνολογική ικανότητα προσαρμογής. Η Βουλγαρία και η Πολωνία, για παράδειγμα, παραμένουν μεταξύ των οικονομιών με τη μεγαλύτερη ένταση άνθρακα και ενέργειας στην ΕΕ, ενώ χώρες όπως η Ιταλία, η Γερμανία και η Αυστρία έχουν σημαντικά καλύτερες επιδόσεις. Η Πολωνία παρουσιάζει επίσης χαμηλή ικανότητα καινοτομίας και περιορισμένες επενδύσεις στην πράσινη Ε&Α, γεγονός που εγείρει ανησυχίες σχετικά με την ετοιμότητά της (και τη θέλησή της) να απαλλαγεί από τις ανθρακούχες εκπομπές.

Η εξάρτηση από τις εισαγωγές κυμαίνεται από 10% στην Εσθονία έως σχεδόν 100% στη Μάλτα και την Κύπρο. Ωστόσο, η ευπάθεια δεν εξαρτάται μόνο από τα επίπεδα εξάρτησης αλλά και από τη διαφοροποίηση. Η Λιθουανία και η Σλοβακία, για παράδειγμα, συνδυάζουν υψηλή εξάρτηση με συγκέντρωση σε λίγους προμηθευτές, γεγονός που τις καθιστά ακόμα πιο ευάλωτες σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς.

Χάρτης: Οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, παρουσιάζουν μεγαλύτερη εξάρτηση από τις εισαγωγές ενέργειας

Όμως, και οι μεγάλες οικονομίες της ΕΕ παρουσιάζουν μεταξύ τους αποκλίνοντα χαρακτηριστικά. Η Ιταλία και η Ισπανία είναι εκτεθειμένες σε πολλαπλά μέτωπα: και οι δύο αντιμετωπίζουν υψηλή αστάθεια των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, μεγάλα ποσοστά ευάλωτων νοικοκυριών και σχετικά χαμηλά επίπεδα ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η Γαλλία παρουσιάζει μια πιο ισορροπημένη εικόνα, αλλά εξακολουθεί να υστερεί στην ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε σχέση με τις δυνατότητές της. Η Γερμανία ξεχωρίζει για την ισχυρή ανθεκτικότητά της: παρά την υψηλή εξάρτηση από τις εισαγωγές και ηγείται στην καινοτομία, την παραγωγική ικανότητα και τις πράσινες δημόσιες επενδύσεις. Η Ελλάδα, παρότι εμφανίζει ένα πιο ισορροπημένο μείγμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ΑΠΕ) συνεχίζει να έχει ισχυρή εξάρτηση από το εξωτερικό και είναι ευάλωτη σε πολιτικές πιέσεις (βλ. διαφοροποίηση από την πρόταση της λοιπής Ευρώπης στο θέμα του ΙΜΟ).

Αυτές οι ασυμμετρίες δεν είναι νέες, αλλά γίνονται πιο προβληματικές σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από στρατικοποιημένες αλληλεξαρτήσεις, εμπορικούς πολέμους και κινδύνους περαιτέρω πληθωριστικών κλυδωνισμών. Χωρίς μεγαλύτερο συντονισμό και στοχευμένη στήριξη, οι πράσινες πολιτικές ενδέχεται να βαθύνουν τον κατακερματισμό – και να αποδυναμώσουν τη συλλογική ικανότητα της ΕΕ να διαχειρίζεται μελλοντικές ενεργειακές κρίσεις.

Διαφορετικές πολιτικές απαντήσεις

Ένα στοιχείο που εξηγεί τις ασυμμετρίες που αναφέρθηκαν πιο πάνω είναι, μεταξύ άλλων, οι δημόσιες επενδύσεις. Οι χώρες που χρηματοδοτούν σταθερά την πράσινη Ε&Α – όπως η Σουηδία, η Δανία, η Αυστρία και η Γερμανία – παρουσιάζουν επίσης την ισχυρότερη εξειδίκευση και την παραγωγή καινοτομίας. Η συσχέτιση είναι σαφής: περισσότερη πράσινη Ε&Α οδηγεί σε περισσότερη και καλύτερη τεχνολογία και, τελικά, σε μεγαλύτερη ανθεκτικότητα.  

Υπό αυτή την έννοια, το ισχύον πλαίσιο της ΕΕ, το οποίο περιορίζει τις κρατικές ενισχύσεις για την αποφυγή «στρέβλωσης της αγοράς», συχνά καταλήγει να ενισχύει τις υπάρχουσες ανισότητες.

Βέβαια, η ΕΕ έχει πράγματι δρομολογήσει ένα ευρύ φάσμα πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της ενεργειακής και κλιματικής κρίσης – από την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία έως το REPowerEU και την πιο πρόσφατη πράξη για τη Βιομηχανία των Μηδενικών (Καθαρών) Εκπομπών. Αυτές οι στρατηγικές στοχεύουν στη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος, στην επιτάχυνση της ανάπτυξης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στην ενίσχυση των εγχώριων αλυσίδων εφοδιασμού σε καθαρές τεχνολογίες.

Ωστόσο, η φιλοδοξία από μόνη της δεν εγγυάται το αποτέλεσμα. Πολλές από αυτές τις πολιτικές παραμένουν ασαφείς στην εφαρμογή και άνισες ως προς την εμβέλεια. Εξακολουθούν να υπάρχουν κρίσιμα κενά, ιδίως όσον αφορά τις κρίσιμες πρώτες ύλες και τη συνοχή μεταξύ των κρατών μελών.

Απαιτείται επειγόντως ένας οδικός χάρτης

Τα ευρήματα της έρευνας που αναφέρθηκε στην αρχή,  προτείνουν έναν σαφή και επείγοντα οδικό χάρτη πολιτικής. 1. Στοχευμένες επενδύσεις. Οι χώρες με υψηλή ευπάθεια και χαμηλή ανθεκτικότητα – ιδίως η Ιταλία, η Ελλάδα, η Ουγγαρία και τμήματα της Ανατολικής Ευρώπης – χρειάζονται εξατομικευμένη υποστήριξη. Οι πόροι της ΕΕ πρέπει να διοχετευθούν στην ανάπτυξη ικανοτήτων στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, της πράσινης μεταποίησης και της ενεργειακής απόδοσης. Όπου οι εθνικές ανισότητες είναι έντονες, όπως μεταξύ της Βόρειας και της Νότιας Ιταλίας, οι επενδύσεις θα πρέπει επίσης να στοχεύουν στη μείωση των εσωτερικών περιφερειακών διαφορών.

2. Πρέπει να σπάσει ο κύκλος της τεχνολογικής εξάρτησης. Η μείωση των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων είναι απαραίτητη, αλλά και ο τερματισμός της εξάρτησης από μια μικρή ομάδα ξένων προμηθευτών (π.χ για ηλιακά πάνελς, μπαταρίες και τουρμπίνες). Αυτό απαιτεί επανεγκατάσταση, διαφοροποιημένη προμήθεια και συντονισμένες στρατηγικές προμηθειών σε επίπεδο ΕΕ.

3. Απαιτείται επανεξέταση των δημοσιονομικών κανόνων και των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Το σημερινό πλαίσιο περιορίζει τις πράσινες επενδύσεις στις ίδιες τις χώρες που τις χρειάζονται περισσότερο. Η μεταρρύθμιση της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ δεν αφορά μόνο τη σταθερότητα, αλλά και τη διευκόλυνση των στρατηγικών επενδύσεων που απαιτούνται για τη σύγκλιση, την ανταγωνιστικότητα και την απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές.

Η ενεργειακή μετάβαση της Ευρώπης βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Η επιλογή δεν είναι μόνο μεταξύ ορυκτών καυσίμων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας – είναι μεταξύ μιας κατακερματισμένης Ένωσης διαφορετικών ταχυτήτων και ενός πιο συνεκτικού μπλοκ χωρών, ικανού να ανταποκριθεί στις κοινές προκλήσεις.

Το διακύβευμα είναι μεγάλο. Αλλά το ίδιο είναι και η ευκαιρία. Μια δίκαιη και ανθεκτική μετάβαση είναι εφικτή – αν επιλέξουμε να τους φέρουμε όλους μαζί.