Οι τέσσερις οργανισμοί που συμμετείχαν στα προγράμματα οικονομικής διάσωσης της Ελλάδας και ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επέμειναν στη μερική ιδιωτικοποίηση των λιγνιτικών αποθεμάτων βάσει της υπόθεσης που είχε αναπτυχθεί πριν  από 15 χρόνια, όταν η οικονομία, οι πραγματικότητες του λιγνίτη και η πολιτική της ΕΕ για το κλίμα και την ενέργεια ήταν εντελώς διαφορετικές.

Στο διάστημα αυτό, επιχειρήθηκε η εφαρμογή μιας πληθώρας επιλογών για την αντιμετώπιση των στρεβλώσεων της αγοράς του ελληνικού ηλεκτρικού ρεύματος. Ωστόσο, όλοι παραμέλησαν μια θεμελιώδη αλήθεια: ότι ο ανταγωνισμός προς όφελος των καταναλωτών της ηλεκτρικής ενέργειας και η ελληνική οικονομία, δεν μπορούσαν να τονωθούν μέσω του λιγνίτη, ένα καύσιμο που είχε καταστεί αντιοικονομικό και απαρχαιωμένο από την παγκόσμια πρωτοβουλία υπό την ηγεσία της ΕΕ και την προσπάθεια για την καταπολέμηση της ταχέως κλιμακούμενης κλιματικής κρίσης. Επιπλέον, είναι προφανές ότι ακόμη και εντός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπήρχε πραγματικό πρόβλημα συντονισμού μεταξύ διαφορετικών Γενικών Διευθύνσεων (ιδίως της ΓΔ Ανταγωνισμού) καθώς η πολιτική για το κλίμα δεν είχε κατορθώσει να ενσωματωθεί οριζόντια στις άλλες πολιτικές. Η διπλή αποτυχία προσέλκυσης του ενδιαφέροντος της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό για τα λιγνιτικά περιουσιακά στοιχεία της ΔΕΗ απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας το εσφαλμένο σκεπτικό της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Επιτροπής όταν επέβαλε στη ΔΕΗ και την ελληνική κυβέρνηση την πώληση λιγνίτη μέσω του συμπληρωματικού Μνημονίου το 2017. Ωστόσο συνέβαινε το αντίθετο: οι τυφλές και μονοδιάστατες προσεγγίσεις που βασίζονται σε γενικές θεωρίες για τα οφέλη μιας πλήρως απελευθερωμένης αγοράς, όπως αυτά που επιβλήθηκαν από τα τέσσερα ιδρύματα προς την Ελλάδα, θα μπορούσαν να είχαν παρεμποδίσει πλήρως τις προοπτικές βιωσιμότητας της χώρας. Αν η οικονομική κατάσταση των ελληνικών λιγνιτικών μονάδων δεν ήταν τόσο ζοφερή όσο είναι, θα μπορούσε να είχε διοχετευτεί ζεστό χρήμα στην ελληνική λιγνιτική βιομηχανία. Αυτό θα μπορούσε, με τη σειρά του, να είχε οδηγήσει σε πρόσθετες στρεβλώσεις της αγοράς, οι οποίες θα είχαν παρατείνει την εξάρτηση από τον λιγνίτη εις βάρος του κλίματος, της φύσης, της δημόσιας υγείας και της  ελληνικής οικονομίας .

Οι επιπτώσεις θα μπορούσε να είναι ακόμη μεγαλύτερης κλίμακας εάν τα μέτρα που επιβλήθηκαν από τους Θεσμούς εφαρμόζονταν σε χώρες που δεν είναι μέλη της ΕΕ, σε κράτη δηλαδή  και σε περιοχές του κόσμου που δεν διαθέτουν το ισχυρό θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ για την ενέργεια και το κλίμα. Τότε,  η απομάκρυνση από τον λιγνίτη θα ήταν ακόμη πιο δύσκολη.

Ως εκ τούτου το παράδειγμα της ελληνικής προσπάθειας εκποίησης του λιγνίτη θα πρέπει να αναλυθεί προσεκτικά από τα θεσμικά όργανα, και τα συμπεράσματα που θα εξαχθούν θα πρέπει να οδηγήσουν σε σημαντικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο θα σχεδιάζονται και θα εφαρμόζονται τα προγράμματα οικονομικής διάσωσης στο μέλλον. Η δράση των περιβαλλοντικών ΜΚΟ και των δεξαμενών σκέψης σε αυτές τις πολιτικές εξελίξεις ήταν κρίσιμος. Παρείχε ανάλυση βασισμένη σε γεγονότα και καλά τεκμηριωμένα επιχειρήματα κατά της παράτασης του μοντέλου ηλεκτρικής ενέργειας που βασίζεται στον λιγνίτη στην Ελλάδα, φέρνοντας επίσης στο φως αρκετές από τις προσπάθειες για παρεκκλίσεις που θα έσπρωχναν την Ελλάδα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Παρ’ όλα αυτά, οι προσπάθειες των περιβαλλοντικών ΜΚΟ και των ομάδων προβληματισμού στην Ελλάδα και την ΕΕ από μόνες τους δεν θα ήταν αρκετές για να αποτρέψουν ένα αρνητικό αποτέλεσμα για τη βιωσιμότητα ολόκληρου του ενεργειακού μέλλοντος της χώρας, αν η Ελλάδα δεν ήταν κράτος μέλος της ΕΕ. Ήταν η αναθεώρηση της οδηγίας EU-ETS που έθεσε τους όρους  για την κλιμάκωση των τιμών του άνθρακα· Ήταν τα συμπεράσματα του Κανονισμού  για τις Βέλτιστες Διαθέσιμες Τεχνικές (Best Available Techniques Regulation) σε συνδυασμό με την Οδηγία για τις Βιομηχανικές Εκπομπές, το γεγονός που προκάλεσε την ανάγκη για δαπανηρές ανακαινίσεις των λιγνιτικών μονάδων της Ελλάδας όπως και ο Κανονισμός για την Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας που σταμάτησε τις μαζικές επιδοτήσεις προς τα ανθρακικά καύσιμα. Τέλος, τώρα είναι η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και ο Νόμος της ΕΕ για το Κλίμα, οι οποίοι καθιστούν την επιστροφή στον λιγνίτη εντελώς μη ρεαλιστική.           

Η περίπτωση της προσπάθειας εκποίησης του λιγνίτη στην Ελλάδα υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, την αντίφαση και την ασυνέπεια μεταξύ των διαφόρων τμημάτων χάραξης πολιτικής της ΕΕ. Ενώ η ΕΕ πίεζε την Ελλάδα να πουλήσει τα λιγνιτικά περιουσιακά στοιχεία της ΔΕΗ και να παρατείνει το ρυπογόνο μοντέλο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, παράλληλα ανέπτυσσε επίσης το πρόγραμμα «Καθαρή Ενέργεια» για όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες» ένα σχέδιο το οποίο στόχευε στη μετατόπιση του ενεργειακού μοντέλου της ΕΕ προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Για τους εθνικούς φορείς λήψης αποφάσεων, η πρόσφατη ιστορία του λιγνίτη στην Ελλάδα θα πρέπει να αποτελέσει μάθημα ότι η αναζήτηση παρεκκλίσεων και κενών στη νομοθεσία της ΕΕ για την παράταση του τέλους των ορυκτών καυσίμων δεν είναι μόνο άκαρπο, αλλά και καθόλου έξυπνο πολιτικά. Είναι δαπανηρό σε  αφορά στους οικονομικούς πόρους, το πολιτικό κεφάλαιο και τον χρόνο για την εφαρμογή πραγματικών λύσεων για την προστασία της χώρας ενάντια σε ενεργειακές κρίσεις όπως η πρόσφατη. Εάν  η ΔΕΗ και η ελληνική κυβέρνηση δεν είχαν επικεντρωθεί τόσο στην παράταση της διάρκειας ζωής του λιγνίτη, η ΔΕΗ θα μπορούσε να έχει αποφύγει να δαπανηθούν  περισσότερα από 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ για την κατασκευή του μεγαλύτερου «διασταυρούμενου κομματικού λάθους» στην ενεργειακή πολιτική της Ελλάδας, όπως ο πρώην Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κ. Χατζηδάκης χαρακτήρισε την κατασκευή του νέου λιγνιτικού εργοστασίου της ΔΕΗ “Ptolemaida 5”. Επιπλέον, αν, αντί να προσπαθήσουν να εφαρμόσουν μια θεμελιωδώς λανθασμένη λύση, η κυβέρνηση και τα ελληνικά πολιτικά κόμματα εργάζονταν για τον σχεδιασμό μιας κοινωνικά δίκαιης μετάβασης των δύο λιγνιτικών περιοχών της Ελλάδας πολύ νωρίτερα, θα είχε υπήρχε περισσότερος διαθέσιμος χρόνος για τον αναμφίβολα απαιτητικό οικονομικό μετασχηματισμό τους.Τέλος, η Ελλάδα θα μπορούσε να είχε κλιμακώσει την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας πολύ νωρίτερα και η χώρα θα είχε πολύ χαμηλότερες τιμές στην ηλεκτρική ενέργεια, μικρότερη εξάρτηση από το ορυκτό αέριο και, ως εκ τούτου, θα ήταν πολύ καλύτερα προετοιμασμένη για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Οι πολιτικές επιλογές που έκαναν οι Έλληνες υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων σχετικά με την λιγνιτική βιομηχανία την Ελλάδα ήταν κοντόφθαλμες και δεν κατάφεραν να αναγνωρίσουν το κύμα αλλαγής που ερχόταν σχετικά με τον λιγνίτη και το επερχόμενο διπλό λάθος εις βάρος των Ελλήνων πολιτών. Το ίδιο λάθος δεν πρέπει να επαναληφθεί. Σε μια εποχή που η Ελλάδα επανασχεδιάζει το ενεργειακό της μέλλον μέσω της αναθεώρησης του Εθνικού Σχεδίου για το Κλίμα και την Ενέργεια, οποιαδήποτε προσπάθεια να καθυστερήσει η μετάβαση προς ένα μοντέλο ηλεκτρικής ενέργειας που βασίζεται πλήρως στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα είναι επιζήμια για το κλίμα, την εθνική οικονομία και το δημόσιο συμφέρον.  

Ο Νίκος Μάντζαρης είναι πολιτικός αναλυτής στο Green Tank και μέλος της Εθνικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή