Στον απόηχο των διασκέψεων του ΟΗΕ, η Κίνα αναδεικνύεται σε βασικό παίκτη στις διεθνείς προσπάθειες για το Κλίμα. Επενδύει στην πράσινη τεχνολογία και τις εξαγωγές, και μαζί με την Ινδία και τη Βραζιλία γίνεται η κινητήρια δύναμη στην κλιματική διπλωματία, καλύπτοντας το κενό των Δυτικών οικονομιών.
Η έναρξη της διάσκεψης του ΟΗΕ για το Κλίμα είχε προγραμματιστεί να είναι η στιγμή που κάθε χώρα θα αύξανε τη φιλοδοξία της να επιτύχει τον στόχο της Συμφωνίας του Παρισιού του 2015, δηλαδή τον περιορισμό της μέσης αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας σε πολύ κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου. Καθώς όμως οι σύνεδροι συγκεντρώνονταν για την COP30 στο Μπελέμ, στην άκρη του τροπικού δάσους της Βραζιλίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες, σημαντικός παράγοντας στη δημιουργία αυτής της Συμφωνίας, ξεκίνησαν μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία για την ακύρωση των μέχρι σήμερα αποφάσεων και τη διάσπαση του μετώπου των «προθύμων», κυρίως της ΕΕ.
Εν τω μεταξύ, η Κίνα, η οποία εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός αερίων του θερμοκηπίου στον κόσμο (κατ’ όγκο) και μέχρι πρότινος ο παρίας των κλιματικών φιλοδοξιών, διεκδικεί τώρα την ηγεσία, τόσο ως σταθερός και αξιόπιστος εταίρος στην παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση όσο και ως ο κύριος προμηθευτής των μέσων για την επίτευξή της.
Η COP30 στο Μπελέμ μπορεί κάλλιστα να μείνει στην ιστορία ως η στιγμή που η διεθνής κοινότητα αποδέχτηκε τον ηγετικό ρόλο της Κίνας στην αντιμετώπιση της σημαντικότερης πρόκλησης της ανθρωπότητας. Η συμπεριφορά της αμερικανικής αντιπροσωπείας σε πρόσφατη συνάντηση στο Λονδίνο για την οριστικοποίηση μιας συμφωνίας για τον περιορισμό των εκπομπών από τις θαλάσσιες μεταφορές ήταν ήδη μια προειδοποίηση για τους αντιπροσώπους στο Μπελέμ. Οι απειλές των ΗΠΑ προς άλλες αντιπροσωπείες στο Λονδίνο φέρεται να πέτυχαν να καθυστερήσουν την επίσημη αποδοχή μιας παγκόσμιας συνθήκης που είχε ήδη συμφωνηθεί μετά από 10 χρόνια σκληρών προσπαθειών. Έτσι, η COP30 παρουσιάστηκε ως μια συνάντηση που στόχευε να επικεντρωθεί στην εφαρμογή και όχι στη διαπραγμάτευση, ως ελιγμό που θα αποδυνάμωνε παρόμοιες αμερικανικές παρεμβάσεις στο άμεσο μέλλον.
Τον Σεπτέμβριο, ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ότι η Κλιματική Αλλαγή είναι μια «απάτη». Την επόμενη μέρα, ο πρωθυπουργός της Κίνας, Λι Τσιάνγκ, ανακοίνωσε έναν στόχο μείωσης των εκπομπών κατά 7% έως 10% από ένα απροσδιόριστο «κορυφαίο επίπεδο» έως το 2035. Ο στόχος υπολείπεται κατά πολύ της Συμφωνίας του Παρισιού και είναι πολύ μικρότερος απ’ ό,τι ήδη κάνει η Κίνα, αλλά όταν ο επικεφαλής της ΕΕ για το κλίμα εξέφρασε την απογοήτευσή του για το επίπεδο των φιλοδοξιών της Κίνας, η Κίνα ανταπέδωσε. «Κάποιοι άνθρωποι κλείνουν τα αυτιά τους και σιωπούν όταν ακούν ισχυρισμούς όπως “η κλιματική αλλαγή είναι φάρσα”, αλλά αντ’ αυτού αγνοούν και κάνουν ανεύθυνα σχόλια σχετικά με τις υπεύθυνες και προληπτικές ενέργειες της Κίνας», δήλωσε σε γραπτή απάντηση εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών.
Για την Κίνα, ο στόχος ήταν μια επίδειξη της δέσμευσής της στην πολυμερή δράση για το Κλίμα και ένα περαιτέρω στοιχείο διεκδίκησης ενός ηγετικού ρόλου που δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί. Ήταν επίσης μια υπενθύμιση της γνωστής κινεζικής προτίμησης να θέτει χαμηλούς στόχους και να τους επιτυγχάνει νωρίς, από το να μην τηρεί τις πιο απαιτητικές υποσχέσεις της.
Από την υιοθέτηση της πρώτης συμφωνίας του ΟΗΕ για το Κλίμα το 1992, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση και την προώθηση της παγκόσμιας πολιτικής για το Κλίμα, αλλά τώρα η ΕΕ μαστίζεται από εσωτερικά προβλήματα. Η κύρια βιομηχανική οικονομία της, η Γερμανία, υποφέρει από τον κινεζικό ανταγωνισμό και με την άνοδο των δεξιών κομμάτων έχει αναδυθεί μια σοβαρή αντίσταση στις προηγούμενες φιλόδοξες κλιματικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ένα σύμπτωμα αυτών των εσωτερικών προβλημάτων ήταν η αποτυχία της ΕΕ να συμφωνήσει στους δικούς της στόχους μετριασμού, πριν από την άτυπη προθεσμία της 30ής Σεπτεμβρίου.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να κρίνουμε την ηγεσία στην Κλιματική Αλλαγή. Σε αυτούς περιλαμβάνονται η ποιότητα και η συνέπεια της πολιτικής, η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα της μείωσης του άνθρακα και ο ρόλος που διαδραματίζει μια χώρα στην παγκόσμια προσπάθεια, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης προς τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Το ιστορικό της Κίνας στον μετριασμό και τη διεθνή υποστήριξη είναι στην καλύτερη περίπτωση ανάμεικτο, αλλά η αξίωσή της για ηγεσία σήμερα έχει ευνοηθεί από τις ενέργειες των ΗΠΑ, την απόσπαση της προσοχής από την ΕΕ, και ιδίως από την υπεροχή της Κίνας στον εμπορικό ανταγωνισμό στις τεχνολογίες που συνδέονται με τον τομέα.
Όταν ο Τραμπ επέστρεψε στον Λευκό Οίκο το 2025, η Κίνα προετοιμαζόταν εδώ και καιρό για αυτό που θεωρούσε ως αναπόφευκτη γεωπολιτική αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, μια αντιπαράθεση στην οποία το Κλίμα αποτελεί πλέον πεδίο ιδεολογικού ανταγωνισμού και όχι συνεργασίας. Όταν η Κίνα έγινε ο μεγαλύτερος εκπομπός άνθρακα το 2005, η ηγεσία της δεν αμφισβήτησε την επιστήμη. Είναι σημαντικό ότι αντιλήφθηκαν την Κλιματική Αλλαγή ως σοβαρή απειλή, αλλά και ως τεράστια βιομηχανική ευκαιρία. Εάν ο κόσμος χρειαζόταν να μεταβεί από τα ορυκτά καύσιμα στην καθαρή ενέργεια, αποφάσισε να γίνει ο προμηθευτής των αγαθών και των τεχνολογιών που καθιστούσαν τον στόχο εφικτό.
Η Κίνα ευθυγράμμισε τις πολιτικές και τη βιομηχανική της στρατηγική ανάλογα: Ανέπτυξε σταδιακά εγχώριες πολιτικές για να υποστηρίξει τον δικό της μετριασμό και, το πιο σημαντικό, αναβάθμισε την οικονομία της, επενδύοντας σε πλήρες φάσμα τεχνολογιών και αλυσίδων εφοδιασμού που θα χρειάζονταν για την επίτευξη μιας παγκόσμιας ενεργειακής μετάβασης.
«Η Κίνα συμβάλλει στην ενεργειακή μετάβαση, τη στιγμή που οι ΗΠΑ προσπαθούν να αναγκάσουν τις χώρες να αγοράσουν αμερικανικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Οι παγκόσμιες τάσεις ευνοούν την Κίνα»
Όταν οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν από τη Συμφωνία του Παρισιού για δεύτερη φορά, η θέση της Κίνας ως παγκόσμιου προμηθευτή αγαθών χαμηλών εκπομπών άνθρακα ήταν σχεδόν ακλόνητη. Έτσι, η χώρα που έφερε μεγάλο μέρος της ευθύνης για την αποτυχία της COP15 του 2009 στην Κοπεγχάγη ανέπτυξε περισσότερα έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) από ό,τι όλος ο υπόλοιπος κόσμος μαζί.
Σήμερα παράγει περίπου το 80% όλων των ηλιακών φωτοβολταϊκών (Φ/Β) και περισσότερο από το 70% όλων των ηλεκτρικών οχημάτων. Έχει επίσης —μέσω επιδοτήσεων, αποτελεσματικότητας και οικονομιών κλίμακας— ρίξει τις τιμές των Φ/Β κατά σχεδόν 90%, μειώνοντας το συνολικό κόστος κεφαλαιουχικών δαπανών για έργα ΑΠΕ και εξαλείφοντας το εμπόδιο του κόστους της ενεργειακής μετάβασης για τον υπόλοιπο κόσμο. Η συντριπτική βιομηχανική ικανότητα της Κίνας σε καθαρές τεχνολογίες απειλεί τώρα ό,τι έχει απομείνει από παρόμοια ικανότητα σε άλλα έθνη.
Οι φιλοδοξίες της ξεπερνούν κατά πολύ τα σύνορά της. Η χώρα που κάποτε ήταν ο μεγαλύτερος υποστηρικτής έργων άνθρακα στο εξωτερικό ανακοίνωσε το τέλος αυτής της πολιτικής το 2021 με ομιλία του Σι Τζιν Πινγκ στα Ηνωμένα Έθνη. Υποσχέθηκε επίσης να βοηθήσει τις αναπτυσσόμενες χώρες στην ενεργειακή τους μετάβαση. Έκτοτε, η Κίνα έχει στραφεί στις εξαγωγές καθαρής τεχνολογίας και, ίσως εν αναμονή μελλοντικών εμποδίων στο εμπόριο, στην κατασκευή εργοστασίων καθαρής ενέργειας στο εξωτερικό, επενδύοντας σε καθαρές τεχνολογίες σε 54 χώρες από το 2022.
Τον Αύγουστο, στη σύνοδο κορυφής του διευρυμένου Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), του ευρασιατικού διακυβερνητικού οργανισμού ασφαλείας, η Κίνα δεσμεύτηκε για άλλη μια φορά να συνεργαστεί με άλλα μέλη του SCO για την επέκταση της δυναμικότητάς τους σε ΑΠΕ, ενώ ανακοινώθηκαν επίσης «σημαντικές πλατφόρμες» για τη συνεργασία Κίνας-SCO στον τομέα της ενέργειας γενικά και της πράσινης βιομηχανίας. Όπως δήλωσε ο Σι Τζιν Πινγκ στους αντιπροσώπους στη Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα τον Σεπτέμβριο, «η πράσινη και η χαμηλών εκπομπών άνθρακα μετάβαση είναι η τάση της εποχής μας».
Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να αναγκάσουν τις χώρες-εταίρους τους να αγοράσουν περισσότερο πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ. Από τις δύο προσεγγίσεις, οι παγκόσμιες τάσεις ευνοούν την Κίνα. Στην τελευταία του πρόβλεψη, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας εκτιμά ότι η παγκόσμια παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα ανέλθει σε πάνω από 17.000 τεραβατώρες έως το 2030, σημειώνοντας αύξηση σχεδόν 90% από το 2023.
Με τις ΗΠΑ να είναι ενεργά εχθρικές απέναντι στην πρόοδο για το Κλίμα και με την ΕΕ να ασχολείται με τις εσωτερικές της διαιρέσεις και τη συνεχιζόμενη ρωσική στρατιωτική επιθετικότητα, η κλιματική διπλωματία αντικατοπτρίζει ολοένα και περισσότερο τις γεωπολιτικές μετατοπίσεις στον κόσμο. Στο πλαίσιο των αναδυόμενων οικονομιών, η διπλωματία της Κίνας έχει βασιστεί στην οικονομική της βαρύτητα. Ως ένδειξη του πόσο μακριά έχει φτάσει η Κίνα, ο Σι Τζιν Πινγκ χαρακτηρίστηκε ευρέως ως «ο ανταγωνιστής» σε πρόσφατη συνάντησή του με τον Ντόναλντ Τραμπ στη Νότια Κορέα.
«Η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία, που αντιπροσωπεύουν το 40% των παγκόσμιων εκπομπών, θα μπορούσαν να γίνουν η συμμαχία που θα καθοδηγήσει την κλιματική διπλωματία του ΟΗΕ»
Η Κίνα έχει επίσης επενδύσει χρόνια προσπαθειών στην οικοδόμηση συμμαχιών μέσω ενός δικτύου μίνι και πολυμερών οργανισμών. Σε αυτούς περιλαμβάνονται οι BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική), ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), το Φόρουμ για τη Συνεργασία Κίνας-Αφρικής και, σημαντικό για τις διαπραγματεύσεις για το κλίμα, η ομάδα BASIC, ο συνασπισμός της Βραζιλίας, της Νότιας Αφρικής, της Ινδίας και της Κίνας που σχηματίστηκε το 2009 για να προωθήσει τα συλλογικά τους συμφέροντα στην COP της Κοπεγχάγης.
Βέβαια, η ομάδα BASIC δεν συμφωνεί σε όλα τα ζητήματα: η Ινδία και η Κίνα είναι περιφερειακοί αντίπαλοι και οι ανεπίλυτες συνοριακές τους διαφορές έχουν οδηγήσει συχνά σε βίαιες συγκρούσεις. Η Ινδία έχει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα ηλιακής ενέργειας και επιθυμεί να αναπτύξει τη δική της βιομηχανία αντί να εξαρτάται από την Κίνα. Ωστόσο, οι πρόσφατες διπλωματικές κινήσεις των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των υψηλών δασμών, ο ισχυρισμός του Τραμπ ότι έχει επιλύσει την επικίνδυνη σύγκρουση μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν τον Μάιο, και η αγκαλιά με τον αρχηγό του στρατού του Πακιστάν, στρατάρχη Ασίμ Μουνίρ, τον Ιούνιο, έχουν ωθήσει την Ινδία πιο κοντά προς την Κίνα.
Στη σύνοδο κορυφής των BRICS στην Τιαντζίν φέτος, ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι και ο Σι Τζιν Πινγκ αναφέρθηκαν ο ένας στον άλλον ως «εταίροι ανάπτυξης, όχι αντίπαλοι» και μίλησαν για την ανάγκη για «αμοιβαίο σεβασμό, αμοιβαίο συμφέρον και αμοιβαία ευαισθησία».
Σε θέματα κλιματικής αλλαγής, τα συμφέροντα της ομάδας BASIC συμπίπτουν τόσο στενά που φαίνεται πιθανό ότι στο τρέχον κενό ηγεσίας από τον Δυτικό κόσμο, η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία – οι οποίες συλλογικά αντιπροσωπεύουν περίπου το 40% των παγκόσμιων εκπομπών – θα μπορούσαν να γίνουν η τριμερής συμμαχία που θα καθοδηγήσει την κλιματική διπλωματία του ΟΗΕ, όπως ισχυρίστηκε με τόλμη σε κύριο άρθρο της η εφημερίδα South China Morning Post τον Οκτώβριο.
Μια τέτοια αλλαγή ηγεσίας θα ενίσχυε μια τάση στις διαπραγματεύσεις για το Κλίμα προς τα συμφέροντα και τις προτεραιότητες των αναδυόμενων οικονομιών, τις οποίες η ομάδα BASIC συστάθηκε για να υπερασπιστεί, συμπεριλαμβανομένης της επιμονής στην εξωτερική οικονομική βοήθεια.
Οι τρεις χώρες διαφέρουν ως προς την προσέγγιση και την ικανότητά τους: Η Βραζιλία υπό τον πρόεδρο Λούλα ντα Σίλβα τοποθετείται ως ηθικός ηγέτης, αξιοποιώντας τον συμβολισμό και την παγκόσμια οικολογική σημασία του Αμαζονίου· η βιομηχανική και τεχνολογική κυριαρχία της Κίνας καθορίζει αποτελεσματικά το κόστος και τον ρυθμό της παγκόσμιας ενεργειακής μετάβασης· και η Ινδία διατυπώνει μια αξίωση βασισμένη στη δικαιοσύνη, η οποία επικεντρώνεται στην πρόσβαση στην ενέργεια, την ισότητα και τις «κοινές αλλά διαφοροποιημένες ευθύνες».
Από τις τρεις, η Κίνα είναι μακράν ο μεγαλύτερος παράγοντας σε εκπομπές, διπλωματικό βάρος και βιομηχανική ικανότητα, και είναι η κινητήρια δύναμη της συνεργασίας BASIC. Αναδιαμορφώνει επίσης τον κόσμο μέσω της οδού των εξαγωγών σε ανταγωνιστικές τιμές, καθιστώντας εφικτή την πιθανότητα παγκόσμιας επίτευξης οικονομιών χαμηλών εκπομπών άνθρακα και προσφέροντας μια εναλλακτική προοπτική στις ενεργειακά πεινασμένες αναδυόμενες οικονομίες.
«Το Πεκίνο εξασφάλισε την προμήθεια και τον εξευγενισμό σπάνιων γαιών, δίνοντας στην Κίνα έναν σχεδόν μονοπωλιακό έλεγχο στις αλυσίδες εφοδιασμού που είναι απαραίτητες για τις προηγμένες τεχνολογίες»
Τον Απρίλιο του 2017, ο Daniel Gardner, καθηγητής ιστορίας στο Smith College, δημοσίευσε ένα μαχητικό άρθρο στην ιστοσελίδα του Carnegie Corporation της Νέας Υόρκης, με τίτλο «Μέσω της άρνησης της κλιματικής αλλαγής, παραχωρούμε την παγκόσμια ηγεσία στην Κίνα». Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε ανακοινώσει το 2017 την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού, αλλά τότε η οικονομία των ΗΠΑ σε όρους ΑΕΠ ήταν 1,6 φορές μεγαλύτερη από αυτήν της Κίνας, και οι ΗΠΑ διατηρούσαν ένα σαφές τεχνολογικό προβάδισμα. Βέβαια, η ταχεία ανάπτυξη της Κίνας βασίστηκε κατά μεγάλο μέρος στον άνθρακα, ένα καύσιμο που καταστρέφει το Κλίμα και το οποίο η Κίνα συνέχισε να προωθεί στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος». Οι εκπομπές της εξακολουθούσαν να αυξάνονται ραγδαία και η χώρα δεν είχε αναγνωριστεί ως η πιο συνεργάσιμη στις διαπραγματεύσεις για το Κλίμα. Τη σκυτάλη στο «δρόμο του κακού» πήραν τώρα οι ΗΠΑ, έχοντας χάσει με τον Τραμπ σχεδόν μια δεκαετία.
Ωστόσο, κάποιες τάσεις που δεν τράβηξαν παλιότερα την προσοχή είχαν βαθιές επιπτώσεις: Η Κίνα είχε σχεδόν εξαλείψει την κάποτε κορυφαία ευρωπαϊκή βιομηχανία ηλιακής ενέργειας. Η θυγατρική μιας εταιρείας μπαταριών στη νότια Κίνα ανέπτυξε ηλεκτρικά οχήματα που έμελλε να γίνουν η κορυφαία μάρκα στον κόσμο από το 2023. Σε αυτό το διάστημα, 19 νέοι πυρηνικοί σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής βρίσκονταν υπό κατασκευή. Παράλληλα, κέρδιζε έδαφος ακόμα και στον κλάδο των ανεμογεννητριών. Ήδη, από το 2013 οι 4 μεγαλύτεροι κατασκευαστές αεριοστροβίλων ήταν Κινέζοι και το ίδιο έτος ήταν η πρώτη φορά που οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί κατασκευαστές βρέθηκαν εκτός της πρώτης τριάδας. Η Goldwind συνέχισε να ηγείται της κατάταξης ως ο μεγαλύτερος προμηθευτής ανεμογεννητριών στον κόσμο, μετά τα 19,3 GW νέας αιολικής ισχύος που προστέθηκαν το 2024. Η Envision διατήρησε τη δεύτερη θέση με 14,5 GW. Η Windey ήταν τρίτη με 12,5 GW και η Mingyang κατέλαβε την τέταρτη θέση, προσθέτοντας 12,2 GW. Και οι 4 αυτές εταιρείες είναι Κινεζικές. Ο Δανός κατασκευαστής Vestas που ήταν πρωτοπόρος σήμερα κατέχει την 5η θέση παγκοσμίως, πιάνοντας το συμβολικό όριο των 10 GW μόλις το 2024.
Για να υποστηρίξει όλα αυτά, το Πεκίνο είχε εξασφαλίσει την προμήθεια και τον καθαρισμό σπάνιων γαιών από τις οποίες άλλοι είχαν παραιτηθεί, μεταξύ άλλων και για λόγους περιβάλλοντος, παραχωρώντας στην Κίνα ουσιαστικά τον αποκλειστικό έλεγχο στις αλυσίδες εφοδιασμού που σήμερα είναι απαραίτητες για κάθε προηγμένη τεχνολογία.
«Η ατζέντα της απαλλαγής από τον άνθρακα δεν αφορά απλώς την αναδιάταξη των αγορών ή των βιομηχανικών πολιτικών, αλλά στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει το χωνευτήρι για μια νέα γεωπολιτική τάξη. Nils Gilman/ Foreign Policy»
Με αυτά τα δεδομένα, η πρωτοκαθεδρία της Κίνας είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί. Τον Σεπτέμβριο 2025, ο ιστορικός Nils Gilman δημοσίευσε ένα άρθρο στο Foreign Policy που υποστήριζε ότι ο ενεργειακός ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας ξεπερνά κατά πολύ την κλιματική πολιτική. «Η ατζέντα της απαλλαγής από τον άνθρακα δεν αφορά απλώς την αναδιάταξη των αγορών ή των βιομηχανικών πολιτικών, αλλά στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει το χωνευτήρι της νέας γεωπολιτικής τάξης», έγραψε.
Το επιχείρημα του Gilman είναι ότι η μάχη για την ουσία της παγκόσμιας ενέργειας βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού που αποκαλεί «νέο οικο-ιδεολογικό Ψυχρό Πόλεμο» και ότι, όπως και ο τελευταίος Ψυχρός Πόλεμος, αυτή η διαμάχη για το πώς ο κόσμος τροφοδοτεί τις βιομηχανικές οικονομίες θα αναδιαμορφώσει τις παγκόσμιες συμμαχίες. Εάν ο Gilman έχει δίκιο και η απαλλαγή από τον άνθρακα είναι το νέο γεωπολιτικό πεδίο μάχης, η Κίνα παραμένει βέβαιη ότι οι ΗΠΑ θα εισπράξουν την περιθωριοποίηση και ότι η ηγεσία και οι συμμαχίες της Κίνας είναι αυτές που θα έχουν σημασία, καθώς ο κόσμος κινείται αργά αλλά αμετάκλητα προς ένα μέλλον χωρίς τον άνθρακα και το πετρέλαιο.
Αναδημοσίευση από την Athens Voice