H κάκιστες επιδόσεις της ανακύκλωσης στην Ελλάδα (δες και σχετικά παλιότερα άρθρα στο clima21.gr) οδήγησε πρόσφατα την κυβέρνηση να επαναφέρει στη συζήτηση το θέμα της καύσης των απορριμμάτων. Μια αποτυχία του σχεδιασμού ή ένας πόλεμος νεύρων;

Πιο συγκεκριμένα, το ΥΠΕΝ ανέθεσε στην εταιρεία Enercoplan την εκπόνηση Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) για τον ανασχεδιασμό τού μέχρι σήμερα καθεστώτος, με την προσθήκη έξι εργοστασίων καύσης σε αντίστοιχες περιφέρειες της χώρας, με στόχο τον περιορισμό του όγκου των απορριμμάτων που καταλήγουν στους ΧΥΤΑ και την παραγωγή ενέργειας.

Οι εξεταζόμενες στην μελέτη περιοχές αφορούν τους νομούς Ροδόπης ή Ξάνθης, Κοζάνης, Αρκαδίας (εναλλακτικά για την Πελοπόννησο Αχαΐα και Ηλεία), Βοιωτίας, Αττικής και Ηρακλείου Κρήτης, όπως φαίνεται στον παρακάτω χάρτη. Σχετικά με τον τρόπο ένταξης των νησιών στο εν λόγω σχέδιο δεν γίνεται εκτενής αναφορά, πέραν του ότι τα προς καύση υλικά θα μεταφέρονται στον πιο προφανή προορισμό, την Αττική. Η εφαρμογή ενός τέτοιου σχεδίου συνεπάγεται φυσικά και την ύπαρξη ειδικών μεταφορικών μέσων.

Χάρτης με τις προτεινόμενες περιοχές εγκατάστασης μονάδων καύσης απορριμμάτων σύμφωνα με την ΣΜΠΕ 2025.

Πολλές συζητήσεις και αναλύσεις έχουν γίνει ήδη από τη δεκαετία του 80 σχετικά με τις επιπτώσεις των μονάδων καύσης στο περιβάλλον, και δεν θα τις επαναλάβουμε. Μπορούμε όμως να δώσουμε μια γρήγορη  απάντηση στους υπέρμαχους αυτής της λύσης, με τα όσα καταληκτικά συνοψίζει το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Πόλεων C40 στο οποίο έχει ενταχθεί και η Αθήνα – με τον Δήμαρχο Αθηναίων Χάρη Δούκα να συμμετέχει με θέρμη και να δείχνει ιδιαίτερη δραστηριότητα.

  • Η αποτέφρωση αποβλήτων παρουσιάζεται συχνά ως μια καθαρή και γρήγορη λύση για τις πόλεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα διαχείρισης αποβλήτων και ενεργειακού εφοδιασμού, αλλά αυτό είναι ψευδές.
  • Οι επενδύσεις στην αποτέφρωση εγκλωβίζουν τις πόλεις στην παραγωγή μεγάλου όγκου αποβλήτων, υπονομεύοντας τον στόχο της βιώσιμης διαχείρισης για μείωση των αποβλήτων. Η αποτέφρωση αποθαρρύνει την ανακύκλωση και άλλες προσπάθειες μείωσης και εκτροπής των αποβλήτων.
  • Οι εγκαταστάσεις αποτέφρωσης είναι ο πιο ακριβός τρόπος διάθεσης των αποβλήτων και ένας αναποτελεσματικός τρόπος παραγωγής ενέργειας. Καθώς οι προσπάθειες μείωσης της παραγωγής απορριμμάτων κερδίζουν έδαφος και η αντίθεση στην αποτέφρωση αυξάνεται, οι εγκαταστάσεις αποτέφρωσης κινδυνεύουν να καταστούν άχρηστα περιουσιακά στοιχεία.
  • Η ανάκτηση ενέργειας από την αποτέφρωση στερεών αποβλήτων είναι εξαιρετικά αναποτελεσματική. Τα ρεύματα αποβλήτων των πόλεων, ιδίως στον Παγκόσμιο Νότο, περιέχουν υψηλά επίπεδα οργανικών αποβλήτων που δεν είναι κατάλληλα για αποτέφρωση λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς τους σε νερό. Συνεπώς, η αποτέφρωση εξαρτάται από τον επιμελή διαχωρισμό των αποβλήτων – μια προσπάθεια που μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικότερα ως βάση για πιο βιώσιμες μεθόδους επεξεργασίας αποβλήτων, όπως η κομποστοποίηση, η ανακύκλωση και η βιολογική χώνευση.
  • Η ενέργεια που παράγεται από την αποτέφρωση αποβλήτων δεν είναι καθαρή ή ανανεώσιμη, καθώς καίει υλικά που προέρχονται από ορυκτά καύσιμα – όπως τα πλαστικά – και απελευθερώνει αέρια του θερμοκηπίου και τοξίνες. Οι τοξίνες απαιτούν αυστηρούς περιβαλλοντικούς ελέγχους για να αποτραπεί η απελευθέρωσή τους στην ατμόσφαιρα, γεγονός που προκαλεί την εκτόξευση του λειτουργικού κόστους στα ύψη. Όταν οι προϋπολογισμοί συμπιέζονται, οι εγκαταστάσεις τείνουν να περικόπτουν αυτούς τους περιβαλλοντικούς ελέγχους, με σοβαρές συνέπειες για την ποιότητα του αέρα και την υγεία.
  • Στην Ελλάδα, επιπλέον, προβληματίζει και ο τρόπος χρηματοδότησης (ΣΔΙΤ). Αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος της δαπάνης το επιφορτίζεται το Δημόσιο, το οποίο έτσι δεσμεύεται για μια μεγάλη περίοδο (π.χ. 25 χρόνια) να αποπληρώνει το δάνειο στον ιδιώτη, ο οποίος μπορεί με τη σειρά του να αποπληρώσει ένα άλλο δάνειο τραπεζικό. Για το διάστημα αυτό όμως, πρέπει να υπάρχει μια ελάχιστη εγγυημένη ποσότητα απορριμμάτων ώστε η ενέργεια που παράγεται να είναι αρκετή για να «βγαίνει» η επένδυση. Έτσι οδηγούμαστε σε μια παραίτηση από το στόχο της μείωσης των απορριμμάτων υπέρ ενός άλλου στόχου, της επάρκειας της πρώτης ύλης για τα εργοστάσια.

Ανηγμένο κόστος παραγωγής ενέργειας από διάφορες πηγές (2023, C40)

Με βάση τα παραπάνω, η καύση (αποτέφρωση) δεν αποτελεί επιλογή, παρά μόνον αν όλες οι άλλες έχουν εξαντληθεί, και κυρίως αν απαντηθεί το γιατί, παρά τις αρχικά αισιόδοξες προοπτικές και τα χρήματα που ξοδεύτηκαν, η ανακύκλωση έφτασε (μετά από 25 χρόνια από την ψήφιση του σχετικού νόμου* το 2000) στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε.

Ένα παράλληλο ερώτημα είναι γιατί οι περισσότερες ευρωπαϊκές  χώρες εμφανίζουν θεαματικά ποσοστά ανακύκλωσης – μέχρι και 90% – ενώ άλλες, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, μένουν καθηλωμένες στη δεκαετία του ‘90. Η απάντηση δεν είναι δυστυχώς απλή. Σε γενικές γραμμές, έχει να κάνει με το βαθμό οργάνωσης της αστικής κοινωνίας και του είδους της οικονομίας από το 1900 και μετά.

Σε αντίθεση με τις αγροτικές κοινωνίες, οι αστικές/βιομηχανικές είχαν και την αντίστοιχη ικανότητα να παίρνουν μέτρα που ήταν δυνατόν να εφαρμοσθούν, ενώ οι πρώτες όχι. Στις αγροτικές κοινωνίες, η οργανωμένη τεχνολογικά ανακύκλωση και η ταφή των απορριμμάτων ήταν έως και περιττή, εξαιτίας του ότι το υλικά μπορούσαν να αφομοιωθούν από το περιβάλλον. Με την εισαγωγή των συνθετικών υλών, αυτό γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Παρ’ όλα αυτά, η ανεξέλεγκτη απόρριψη συνεχίζεται σε πολλές χώρες του τρίτου κόσμου, ενώ στην Ελλάδα ήταν ο κανόνας ακόμα και πολύ πρόσφατα (τουλάχιστον μέχρι το 2000).

Το 2000 ήταν έτος ορόσημο γιατί τέθηκε σε ισχύ ο νόμος για την ανακύκλωση των συσκευασιών. Υπήρξε τότε, και στη χώρα μας, μια υπέρμετρη αισιοδοξία, ότι η εισαγωγή «μηχανισμών αγοράς» σε όλον τον κύκλο ζωής των προϊόντων θα έφερνε σημαντικά αποτελέσματα. Η λογική «να κάνουμε την χύδην απόρριψη πολύ ακριβή» δεν μπόρεσε να επικρατήσει. Οι λόγοι ήταν τουλάχιστον δύο: ο πρώτος είχε να κάνει με τη γρήγορη αφομοίωση του κόστους της μη ανακύκλωσης στην τιμή των προϊόντων και ο δεύτερος με την υπαναχώρηση της βιομηχανίας στο ζήτημα των συσκευασιών. Σήμερα, το συντριπτικά μεγάλο ποσοστό των τυποποιημένων προϊόντων τύπου «σουπερμάρκετ» είναι συσκευασμένα, ενώ μικρό μέρος των συσκευασιών είναι ανακυκλώσιμο. Άλλωστε, πολλές συσκευασίες περιέχουν σύνθετα υλικά, ώστε ο καταναλωτής, ακόμα και αν είναι καλά εκπαιδευμένος, είναι αδύνατον να τα ξεχωρίσει.

Πολύ πιο δύσκολο είναι για τις μηχανές στα Κέντρα Διαλογής. Εκεί, είτε χειρωνακτικά είτε με μαγνήτες, χωρίζουν οι βασικές κατηγορίες μεταξύ τους (χαρτί, γυαλί, μέταλλο και πλαστικό) αλλά το επόμενο στάδιο, η πώληση/διάθεση των ανακυκλωμένων στην αγορά είναι άκρως προβληματικό. Με άλλα λόγια, η επαναχρησιμοποίηση και η επανεισαγωγή τους στην παραγωγική διαδικασία είναι εξαιρετικά πενιχρή, και αυτό παρά την επιστράτευση οικονομικών εργαλείων (κίνητρα και penalties). Αυτό εξηγεί και το γιατί πόλεις όπως η Αθήνα, που λογικά θα έπρεπε να είναι πρωτοπόρες, είναι στον πάτο της λίστας, με ποσοστά ανακύκλωσης που κυμαίνονται στο 5-15%. Πρακτικά δηλαδή μηδέν, αν λάβει υπόψιν του κανείς και το κόστος. 

Με τους παραπάνω όρους, για την Ελλάδα τουλάχιστον, το πρώτο που θα έπρεπε να γίνει είναι ένας ειλικρινής απολογισμός. Και το δεύτερο, να δει κανείς τι πραγματικά δουλεύει και τι όχι, με δεδομένο τον χαμηλό βαθμό οργάνωσης του κράτους και της αυτοδιοίκησης. Αυτή θα ήταν μια πρώτη αρχή. Και το ξεκίνημα μιας σοβαρής μεταρρύθμισης.

Όταν πρωτοδημοσιεύθηκε το τελευταίο Εθνικό  Σχέδιο Διαχείρισης Απορριμμάτων (το 2019) προέβλεπε ότι τα σκουπίδια που σήμερα οδηγούνται στους ΧΥΤΑ σε ποσοστό 80-90% (σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε ο προηγούμενος Περιφερειάρχης Αττικής κ. Γ. Πατούλης) θα φθάσουν στο 10% το 2030, μάλιστα πέντε χρόνια νωρίτερα από την Κοινοτική υποχρέωση!! Δεν γνωρίζουμε από που αντλούσε την αισιοδοξία του ο κ. Πατούλης. Υποθέτουμε από τα στοιχεία που του έδιναν οι υπηρεσίες του ΥΠΕΝ αλλά όπως αποδείχθηκε ήταν παραπλανητικά.

Κι αυτό γιατί λίγο αργότερα, τα στοιχεία των Εκθέσεων που υποβάλλει το ΥΠΕΝ, υλοποιώντας τη σχετική υποχρέωσή του προς τα αρμόδια όργανα της ΕΕ, αλλά και τα στοιχεία που διαθέτει για τη διαχείριση των αποβλήτων από το Ηλεκτρονικό Μητρώο Αποβλήτων άρχισαν να λένε τελείως διαφορετικά πράγματα από τον κ. Πατούλη. Στην ΣΜΠΕ την οποία προαναφέραμε και η οποία προετοιμάζει το έδαφος για την καύση αλλάζοντας πλεύση 180Ο , διαβάζουμε:  «Καταδεικνύεται ότι ο σκοπός και οι στόχοι του υφιστάμενου ΕΣΔΑ δεν έχουν επιτευχθεί, ότι ήταν υπέρμετρα φιλόδοξοι, και το σχετικό χρονοδιάγραμμα επίτευξής τους πολύ μικρό.  Παράλληλα, δεν υποστηρίχτηκε έγκαιρα η εφαρμογή του ΕΣΔΑ με την υλοποίηση των απαιτούμενων μέτρων και δράσεων, ενώ διαπιστώνονται «αγκυλώσεις» αναφορικά με την επιλογή μεθόδων για τη μείωση των προς υγειονομική ταφή αποβλήτων, αλλά και με τη χρήση οικονομικών εργαλείων προς την κατεύθυνση αυτή. Εκτός των ανωτέρω, διαπιστώνεται σημαντική υστέρηση επίτευξης των στόχων του προηγούμενου ΕΣΔΑ, ο οποίος σύμφωνα με την μελέτη του ΥΠΕΝ δεν εμπεριείχε το μείγμα των απαιτούμενων μέτρων και δράσεων που θα οδηγούσαν σε επιτυχή εφαρμογή του. Επομένως, η ενεργειακή αξιοποίηση αποβλήτων (μέσω θερμικής επεξεργασίας), αλλά και γενικότερα η ορθολογική διαχείριση του συνόλου των στερεών αποβλήτων όπως έχει καθοριστεί στο ΕΣΔΑ, αποτελεί εκ φύσεως ένα κατ’ εξοχήν περιβαλλοντικό σχέδιο, η εφαρμογή του οποίου αποσκοπεί στην άρση ή εξομάλυνση των πιέσεων που θα ασκούσε στο περιβάλλον (φυσικό και ανθρωπογενές) η υγειονομική ταφή των ΑΕΠΥ ή η περιβαλλοντικά ασύμβατη διαχείρισή τους».

Το γενικό συμπέρασμα βέβαια είναι ότι αν στην αγορά ανακύκλωσης δεν υπάρξει σωστή και έγκαιρη κρατική παρέμβαση (από την κυβέρνηση, τις σχετικές υπηρεσίες και τους ΟΤΑ)  μαζί με τον κατάλληλο σχεδιασμό, την προχειρότητα θα την βρούμε μπροστά μας. Προς επίρρωση αναδημοσιεύουμε μια είδηση που έκανε αίσθηση στην Κρήτη στο τέλος του Απρίλη του 2025. Είχε τίτλο  «Θάβουν 120 φορτηγά πλαστικού προερχόμενα από την “υπερσύγχρονη” Μονάδα στο Αμάρι». Στο δημοσίευμα αναφέρεται: «Ο ΕΣΔΑΚ, που διαχειρίζεται τα στερεά απόβλητα στις Περιφερειακές Ενότητες Ηρακλείου, Ρεθύμνου και Λασιθίου, αποφάσισε ομόφωνα στις 24 Απριλίου 2025 τη διάθεση συνολικής ποσότητας 2.301,1 τόνων ανακυκλώσιμων υλικών που έχουν παραχθεί στη Μονάδα Επεξεργασίας Απορριμμάτων (ΜΕΑ) Αμαρίου (839,6 τόνων πλαστικού φιλμ (LDPE) και 1.461,4 τόνων χαρτιού)  προς υγειονομική ταφή, καθώς σύμφωνα με τις υπηρεσίες του Συνδέσμου και τις εκθέσεις του αναδόχου λειτουργίας (Θαλής A.E.), δεν είναι δυνατό να αξιοποιηθούν ή να διατεθούν στην αγορά ανακύκλωσης…».

Οι αιτίες της αποτυχίας είναι πολλές. Στο κεντρικό θεσμικό επίπεδο, τα διοικητικά και διαχειριστικά σχήματα γρήγορα παλιώνουν και απομακρύνονται από την αρχική τους αποστολή. Σύμφωνα με παλιότερο ρεπορτάζ της εφημερίδας «Καθημερινή», υπάρχει ένα σχέδιο απαξίωσης του Ελληνικού Οργανισμού Ανακύκλωσης (ΕΟΑΝ) με βασικά στοιχεία ότι οι έλεγχοι στα εποπτευόμενα συστήματα πρακτικά έχουν σταματήσει, οι φορείς δεν καταθέτουν επιχειρησιακά σχέδια και απολογισμό, τα στοιχεία για τις επιδόσεις των υπόχρεων δεν δημοσιοποιούνται, και δεν ελέγχεται η αγορά ούτε επιβάλλονται τα προβλεπόμενα μέτρα για την μείωση ορισμένων πλαστικών όπως είναι οι σακούλες και τα είδη εστίασης μιας χρήσης. Το κυριότερο όμως κατά τη γνώμη μας είναι η σχεδόν παντελής αδιαφορία της τοπικής αυτοδιοίκησης που με ελάχιστες εξαιρέσεις έχει εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια και έχει αναθέσει τη διαχείριση στον αυτόματο πιλότο. Η έλλειψη προσωπικού είναι συχνά ένα πρόσχημα.  Ο κρατισμός έχει διαβρώσει τα περιφερειακά και αποκεντρωμένα συστήματα, τα οποία θα έπρεπε να είναι η βάση κάθε ολοκληρωμένης προσπάθειας. Η ανακύκλωση θα έπρεπε να περιλαμβάνει εκτός από την συνευθύνη και τη διαρκή (αδιάκοπη) ενημέρωση: στους χώρους εργασίας, τα σχολεία, τις εκκλησίες, τα γήπεδα, τους ελεύθερους χώρους, στα ραδιόφωνα, τα social media και κυρίως στα νοικοκυριά.

Η αστοχία όμως δεν είναι δικαιολογία. Τα σκουπίδια δεν είναι μόνο θέμα αισθητικής και καθαριότητας. Δεν είναι μόνο απώλεια – λόγω της σύνθεσής τους – πολύτιμων πρώτων υλών. Δεν είναι μόνο ο πιο επιβαρυντικός παράγοντας για την υγεία των ωκεανών. Σε όλα τα παραπάνω και πολλά άλλα ήρθε να προστεθεί και η μεγάλη συμμετοχή τους (περίπου 10%) στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.  Δυστυχώς περάσανε δεκαετίες με ημίμετρα. Το πρόβλημα σε χώρες όπως η Ελλάδα δεν είναι, όπως ίσως νομίζουν οι περισσότεροι, πρόβλημα τεχνικό και τεχνολογικό. Είναι κυρίως αναπόσπαστο κομμάτι της μεταρρύθμισης στην αυτοδιοίκηση, η οποία κάθε τόσο δειλώς εξαγγέλλεται και ποτέ δεν πραγματοποιείται.


*Ο κύριος νόμος που διέπει την ανακύκλωση στην Ελλάδα είναι ο Νόμος 4819/2021, ο οποίος παρέχει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για τη διαχείριση των αποβλήτων, την ενσωμάτωση Ευρωπαϊκών Οδηγιών και τη ρύθμιση θεμάτων πλαστικών προϊόντων και προστασίας του περιβάλλοντος. Υπάρχουν και άλλοι νόμοι που τον τροποποιούν, όπως ο Ν. 5151/2024, καθώς και πιο παλιά νομοθετήματα που αφορούν συγκεκριμένες κατηγορίες αποβλήτων, όπως ο Ν. 2939/2001.